Δημοσιεύθη:
28.1.10 @ 12:06 π.μ.
Ετικέτες:




 

Άλα, άνοιξε κι' άλλο Μπουκάλα...

Ένα άρθρο σημερινό στήν Καθημερινή (το κύριο απόσπασμα εδώ) τού ταχέως ανερχομένου δημοσιοπολιτικοφιλοσόφου Παντελή Μπουκάλα.

Ο Βηλαράς ξεχωρίζει δυό γλώσσες, τήν Γραικική καί Ελληνική. Ωραίο ε; Τι μαρτυρούν καμμιά φορά οι λέξεις... Η Ελληνική δεν σώζεται γράφει.

Η Γραικική είναι θυγατέρα της Ελληνικής, αλλά γλώσσα άλλη, αυτόνομη, αυτό το γράφει καθαρά. Η Γραικική, η γλώσσα δηλαδή τού λαού, αποτυπωμένη στα δημοτικά μας τραγούδια, στα παραμύθια, στις προφορικές παραδόσεις, είναι κατα τόν Διαφωτιστή μας - ώ φώς άπλετο επί της κεφαλής μας - λειψή, στα σπάργανα, πού πρέπει πρώτα να τήν στολίσουν τα έτη της χρήσεως.

Γιατί, μήτε η Γραικική είναι η γλώσσα η λαλουμένη - παρά κι αυτή μία κατασκευή, αυτή κι αν είναι!, του δυτικού φωταδιστικού αγροτουριστικού ρομαντισμού. Ετσι βρεθήκανε δύο γάϊδαροι σε ξένο αχερώνα. Καί συνεχίζουν - βλέπε Χρηστίδη, Μαρωνίτη και οι άλλοι. Η γλώσσα μία, συνέχεια κι εξέλιξι, αλλαγή εντός, πού να το φανταστούν...Και η συζήτησι περί γλώσσας, συζήτησι περί Ελλήνων είναι με φερετζέ.
Γραικοί ομιλούν την γραικική κι Ελληνες μιλούσαν την Ελληνική, ξηγημένα πράγματα.

Ο δε Μπουκάλας συνεχίζει την παρεξήγησι. Αρκεί η νέα ελληνική γράφει γιά να εκφράσουμε τα πάντα ―κι εννοεί τα πάντα όσα χρειαζόμεθα ως ωραίοι νεοταξικευρωπαίοι. Λες κι αυτό μας νοιάζει - οι παρεξηγήσεις των γαϊδάρων.

Oι ποιητές, η ελληνική γλώσσα και οι δοξασίες

Tου Παντελή Mπουκάλα

Στις 11 Mαΐου του 1812 ο Iωάννης Bηλαράς, ο ποιητής, πέμπει επιστολή στον Aθανάσιο Ψαλίδα, τον ευρυμαθέστατο λόγιο που συγκαταλέγεται στους κορυφαίους του νεοελληνικού Διαφωτισμού. O Bηλαράς εκθέτει στο γράμμα του τις απόψεις του για τη νεοελληνική γλώσσα, τη «Γραικική», και για το γλωσσικό εν γένει (απόψεις που τα ίχνη τους αναγνωρίζονται αμέσως στον θαυμαστό «Διάλογο» του Διονύσιου Σολωμού που γράφτηκε δώδεκα χρόνια αργότερα):

«Oσοι λεν πως η Eλληνική γλώσσα είχε όλες τες χάρες οπού μπορούν να στολίσουν μια γλώσσα καλλιεργημένη, λεν την αλήθεια. Γιατί μ' όλον οπού αυτή δε σώζεται πλεια παρά καθώς μια εκατοχρονίτισσα γριά ζαρωμένη κι άδεια απ' όλες τες χάρες και θέλγητρα, οπού την εστόλιζαν νια, μένουν όμως ακόμα σημάδια για να συμπεράνη κανείς τι πλάσμα εστάθη. Mα όσοι φλυαρούν πως η Γραικική γλώσσα όσο σιμώνει σ' την Eλληνική, τόσο καλύτερη γίνεται, μου φαίνεται το ίδιο σαν να επιμελιώνταν μια νια φυσικά όμορφη και χαριτωμένη να διορθώνη και να σιάζη το πρόσωπό της σαν της γριάς για να μοιάση σ' την όμορφιά οπού είχε εκείνη σ' τα νιάτα της και πλειο δεν την έχει. Στοχασμός παράξενος και άξιος για τα μυαλά των γραμματισμένων! H γλώσσα μας είναι φυσικά όμορφη γιατί είναι θυγατέρα εκεινής, οπού απόχτησε αγαπητικούς όλα τα φωτισμένα έθνη της Eυρώπης, μα είναι ακόμα σ' τα σπάργανα, δεν μπορεί να δείξη για τώρα ούτε το ανάστημα, ούτε τες χάρες ή τα χρώματα, οπού θα την στολίσουν αφού φτάση σε νόμιμην ηλικία. Aς γνοιαστούμε λοιπόν να την αναθρέψωμε με όλες τες δύναμές μας και χωρίς να της λείψη τίποτες απ' όσα της κάνουν χρεία ν' αυξήση. Aς αγρυπνούμε όμως σ' τα κινήματα και πανουργίες των Mακαρονιστάδων, γιατί δεν έχουν άλλο σ' το νου τους, από φτόνο τους, παρά να την πνίξουν με τα πολλά συγγράμματα και μεταγλώττισές τους. Mα περσότερο απ' όλα ας τη φυλάξωμε από το θανατηφόρο φαρμάκι του ύφου τους. [...] Ως τόσο μου φαίνεται πως αν η θυγατέρα δανειστή φόρεμα ή άλλο στολίδι από τη μητέρα της, ούτε εντροπή είναι, ούτε ασυνήθιστο πράμα, μα στοχάζομαι και πρέπιο κι αναγκαίο το φόρεμα αυτό να το δοκιμάση πρώτα αν της έρχεται καλά κ' έτζι να το φορέση και να βγη σ' τον κόσμο. [...] Tώρα αν η γλώσσα μας δανειστή από τη μάννα της την Eλληνική όσες λέξεις δεν έχει και της χρειάζονται, ούτε κατηγορούμενο είναι, ούτε ντροπερό πράμα. Πρέπει όμως, μας φαίνεται, όσες λέξεις δανειζόμαστε από την Eλληνική να τις τορνεύωμε και να τες σιάζωμε κατά τον ιδιωτισμό τής γλώσσας μας. [...] H γλώσσα μας είναι πλουσιώτατη, φτάνει να θελήσωμε να γνωρίσωμε τα πλούτη της.»

O Bηλαράς λοιπόν, όπως κι ο Σολωμός, εμπιστεύεται απολύτως τη νέα ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα που μιλιέται, παρότι βρίσκεται «στα σπάργανα». Kι αφού ο λόγος για τον Σολωμό ανεβαίνει αυτόματα στη μνήμη η δίκην ερωτήματος διαβεβαίωσή του «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» Tη φράση αυτή, που απαντά στο «Διάλογο», τη χρησιμοποιούμε συχνότατα, τόσο συχνά όσο και την εντελώς διαφορετικής λογικής διαβεβαίωση του Oδυσσέα Eλύτη, στο «Aξιον Eστί», «τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», μια διαβεβαίωση που, όποιο κι αν ήταν το κίνητρο ή η σκόπευσή της, κατέληξε να χρησιμοποιείται κάπως δημαγωγικά σαν ύλη για το σχηματισμό μιας αυτοεξιδανικευτικής μυθοπλασίας, που αφορά τη γλώσσα και το γένος. Φοβάμαι ότι η συγκεκριμένη σολωμική ρήση έχει υποστεί την ίδια εθνικώς ορθή και εντέλει συρρικνωτική χρήση που έχει υποστεί και μια άλλη περίφημη φράση του ποιητή, επίσης γνωμικής αίγλης, το «κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Eλλάδα και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο». Oταν λοιπόν θυμίζουμε αυτήν την περί Eλλάδος φράση, προκρίνουμε έναν δοξαστικό τόνο και για να τον υπηρετήσουμε απαλείφουμε, οπισθόβουλα ή από λειψή γνώση ή από μεροληπτική μνήμη, μια κρισιμότατη παρένθεση που υπάρχει στο αυθεντικό σολωμικό κείμενο και χάρη στην οποία ο Σολωμός φανερώνεται μάλλον οικουμενικός παρά εθνικός. «Kλείσε μέσα στην ψυχή σου την Eλλάδα (ή ό,τι άλλο) και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο», λέει ο ποιητής, «o altra cosa» στα ιταλικά, αλλά αυτό το «ό,τι άλλο» αποσιωπάται. Aποσιωπάται επίσης η συνέχεια του «μήγαρις...», κι είναι σαν να χωρίζουμε βιαίως βρέφη σιαμαία. Θυμίζω την πλήρη, σχεδόν πολεμική σκέψη:«Mήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Eκείνη [η ελευθερία] άρχισε να πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη [η γλώσσα] θέλει πατήση ογλήγορα τα σοφολογιωτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιώτατος κρώζη ή κανένας Tούρκος βαβίζη· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο».

Σήμερα, που η γλώσσα μας δεν είναι βέβαια «στα σπάργανα», αφού έχουν περάσει χρόνια και χρόνια γραπτής και προφορικής άσκησής της και πλέον απελευθερώθηκε από τον κάποιο δογματισμό τής ηρωικής εποχής του δημοτικιστικού κινήματος, την εμπιστευόμαστε άραγε όσο της πρέπει; Eχουμε αποδεχτεί δηλαδή ότι η δημοτική, «η ζωντανή μας γλώσσα, η κοινή, η εθνική», όπως τη χαρακτήριζε ο Παλαμάς, είναι μια αρτιότατη μέθοδος ανάγνωσης και οικείωσης του κόσμου, ένα πληρέστατο όργανο διερμηνείας των αισθημάτων και των στοχασμών μας, ή εξακολουθούμε να πρεσβεύουμε ότι είναι ένα ατελές και αδύναμο εγγόνι τής αρχαίας; Oχι. Aκόμη και σήμερα υπάρχουν «σοφολογιότατοι», αιχμάλωτοι της νοσταλγίας για κάποιο καθαρεύον φάντασμα, που δεν δυσκολεύονται να απαξιώσουν τη δημοτική, να παραγράψουν τους αμέτρητους ποιητές της, τόσο τους λόγιους όσο και τους συλλογικούς γιατί κανένας «χρήστης τής γλώσσας» δεν είναι απλός χρήστης της· είναι και συνδημιουργός της. O γλωσσικός εμφύλιος δεν έπαψε ποτέ, είμαστε άλλωστε η μοναδική χώρα που μέτρησε νεκρούς σ' αυτόν τον πόλεμο, αν θυμηθούμε τα Eυαγγελιακά και τα Oρεστειακά των αρχών του εικοστού αιώνα.

Oποια μορφή κι αν προσλαμβάνει πάντως η διηνεκής γλωσσική έριδα, διακρίνονται αρκετά εύκολα τα ίδια πυρηνικά στοιχεία, οι ίδιες δοξασίες, οι ίδιοι μύθοι. Kαι σε όλες τις εκδοχές τής διένεξης ακούγεται και ξανακούγεται το δόγμα πως η καθαρεύουσα είναι ο ευγενής διάδοχος της αρχαίας, η δε δημοτική είναι ένα νόθο που κουτσοπορεύεται με δεκανίκια, κι αυτά δανεικά.


«Σήμερα, που η γλώσσα μας δεν είναι βέβαια «στα σπάργανα», αφού έχουν περάσει χρόνια και χρόνια γραπτής και προφορικής άσκησής της..»

Ωστε ήταν στα σπάργανα Μπουκάλα, και τώρα, μετά από χρόνια άσκησις προφορικής και γραπτής από σένα και τούς όμοιους μέ σένα, μεγάλωσε και στολίστηκε. Πάρε Μπουκάλα δυό τρία δείγματα εκείνης της γλώσσας πού ταν στα σπάργανα....

« Είτανε μια φορά μια γριά, κ΄ είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότες είχε εικοσιοχτώ ημέρες κι ο Φλεβάρης τριανταμία. Ήρθε εκείνη την εποχή ο Μάρτης κ΄ έπερασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της, που βγήκανε πέρα καλά τα κατσικάκια της, εγελάστη και είπε ¨Στην πομπή σου, γέρο Μάρτη, τ΄ αρνοκάτσικακια μου καλά τα πέρασα¨.

Καθώς τ΄ άκουσεν αυτά τα λόγια, ο γέρο Μάρτης εθύμωσε, και στη στιγμή δανείζεται τρεις ημέρες από το Φλεβάρη το γείτονά του, και αρχίζει ένα σορόκο, π' έκαμε τη γριά να χωθεί αποκάτου από ένα κακκάβι και να φωνάζει ¨Κάτσι, κάτσι,κάτσι!¨ γιατί έλεγε οτ΄ εχόρευαν τα κατσικάκια απάνου στο κακκάβι. Τα κατσικάκια της γριάς εψόφησαν από το σορόκο. Κι απ΄ τότε ο Μάρτης τριανταμία ημέρα και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ.

Ενεκα γι΄ αυτό πώπαθε εκείνη η γριά, τοις τρεις ύστεραις ημέρες του Μάρτη τοις λένε ημέρες των γριών. Και ονοματίζουνε κάθε μία από ταύταις και με τ΄ όνομα μιανής από τοις ηλικιωμένες γριαίς του χωριού, και αν τύχει καλή η ημέρα λεν πως και η γριά είναι καλή, και αν γίνει κακοκαιρία λεν πως από την κακία της έγινε.»

= = =

Κόκκιν' αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου
Και στο μαντήλι το `συρα κι έβαψε το μαντήλι
Και στο ποτάμι το `πλυνα κι έβαψε το ποτάμι
Κι έβαψ' η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου
Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
Κι έβαψ' ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο

= = =

Να `χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
Να πάθιουν τα πατήματα, να `πιανα τα κερκέλια
Ν' ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
Να δώσω σείσμα τ' ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη
Να βρέξει χιόνι και νερό κι ατίμητο χρυσάφι
Το χιόνι να ρίξει στα βουνά και το νερό στους κάμπους
Στην πόρτα της πολυαγαπώς τ' ατίμητο χρυσάφι

= = =

Καθημερνέ μου λογισμέ και νυκτική μου ελπίδα
Να μ' είχε πάρει ο θάνατος την ώρα που σε είδα

= = =

Εβγάτε αγόρια στο χορό, κοράσια στα τραγούδια
Πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται η αγάπη
-Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλια κατεβαίνει
Κι από τα χείλια στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει

= = =

Οποιος θέλει Σολωμό κι Ελύτη, ορίστε, κανείς δεν τόν εμποδίζει. Ωραίοι είναι, να χη κανείς πρέπει κατι αλαφρό να διαβάζη στό ΜΕΤΡΟ. Εγώ μ αυτά.

Ορίστε πότε ενδιαφέρθηκαν οι αγροτοτουρίστες καλβινομασώνοι για τα αριστουργήματα των Ελλήνων ―γιά να τα ξεχάσουν αμέσως μετά:

Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια του C.Fauriel είναι η πρώτη συλλογή του είδους, και τυπώθηκαν σε δύο τόμους το 1824-1825 στο Παρίσι. Δημιούργησαν αμέσως τεράστια αίσθηση:το κλίμα ήταν άλλωστε ευνοϊκό για καθεττί ελληνικό ή λαϊκό. Η συλλογή μεταφράστηκε αμέσως στα γερμανικά (δύο φορές), στα αγγλικά και τα ρωσικά. Εκτός από την ποιότητα των τραγουδιών εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα τα συνοδευτικά σχόλια και ο εισαγωγικός λόγος του Φοριέλ, μια από τις καλύτερες ως σήμερα μελέτες, γραμμένη με θερμό φιλελληνικό συναίσθημα, γνώση και σύνεση. Η φιλολογική κατάρτιση του Φοριέλ ήταν από τις ισχυρότερες της εποχής του, αργότερα έγινε και ο πρώτος καθηγητής της συγκριτικής φιλολογίας στη Σορβόνη. Στην Ελλάδα το έργο άργησε να εκτιμηθεί:κυκλοφόρησε μόλις το 1956 σε ελληνική μετάφραση.


***


Ο Μπουκάλας σήμερα, στό καθιερωμένο άρθρο του κατά Χριστοδούλου ―δηλαδή με αφορμή τόν Χριστόδουλο κατα Ελλήνων― ειχε το θράσος, επί πληρωμή βεβαίως, να κατηγορήση τόν Αρχιεπίσκοπο Ελλάδος - έως Α Κενταύρου - για αγραμματοσύνη, στα θεολογικά μάλιστα.

Γράφει λοιπόν το παιδί με το νεοτάξ στυλό:

Ο Χριστόδουλας έψαλλε «αι γενεαί αι πάσαι» γράφει, ενώ τό σωστό είναι ―κατα Μπουκάλα― «αι γενεαί νυν πάσαι». Εκανε λέει αυτό το λάθος τρείς φορές, όσες οι φορές του ύμνου.

Πρώτη Μπουκάλα. Τι φοβερό, να ναι μεγάλη Παρασκευή κι εσύ να κάθεσαι εκεί ―εργαζόμενος με το κομμάτι― κι αντί εις κοινωνία και μετοχή με το πλήθος των κεριοφόρων, να μετράς λάθη! Τί Κόλασι κι αυτή!

Δεύτερη Μπουκάλα: προφανώς άνοιξε μιά σύνοψι, είδε τό «αι γενεαί νυν πάσαι», κι ένοιωσε σα να πιασε λαβράκι με άμφια. Το οποίο είναι ανώτερο από το παρδαλό κατσίκι κατα τα φαινόμενα, διότι ως πανδήμως γνωστό εις Ορθοδόξους απανταχού του από δώθε Γαλαξία, είναι δύσκολο να βρης δυό εγκώμια ταμάμ, υπάρχουν παραλλαγές, ελαφρού τύπου, όπως η παρούσα, παραλλαγές που καθιερώνει η παράδοσι και πολλές φορές ο τόπος ―ακόμα και η προφορά ή η ανάγκη. Εφ’ όσον δεν αλλάζει δι όλου τό νόημα.

Στην δική μου Σύνοψι γράφει «αι γενεαί αι πάσαι», το λάθος πού κατά Μπουκάλα (όπως γράφει ιδρωμένος, με χέρια τρεμάμενα από τήν έξαψι ―ναί, εγώ, ο Μπουκάλας θα γκρεμίσω από τόν θρόνο τον θεολογικοφιλολογικό τον Χριστόδουλο―), το κάνουν πάρα πολλοί παπάδες λέει. Κι ούτε αυτό αρκούσε να ψυλιαστή: ρε, μπας και λέω βλακείες;!

Δεν φτάνει αυτό. Ενώ δεν ξέρει τίποτα περί ορθοδοξίας - ενώ εμείς όσο νά ναι μιά ζωή μέσα στ αποκέρια και τις κολυμβήθρες ―καντηλανάφτες γάρ― εκφέρει και απίθανες θεολογικές κοτσάνες του τύπου: παρα τα λάθη του, τόν συγχωρούμε τόν Χριστόδουλο αν καί ως κοσμικοί εμείς δεν έχουμε δικαίωμα συγχωρήσεως!!!!

Να τα βράσω τα διπλώματά τους. Αυτοί οι άνθρωποι, απόμακροι, ανθέλληνες, αντιλαϊκοί, που ο βασιλικός δίπλα στα πόδια τους φυλλοροεί και σβύνει και το θυμάρι βγάζει φτερά και φεύγει μακριά, ανελλήνιστοι εντελώς κι έχουν το θράσος να γράφουν άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά μ' ότι μπούρδα τους κατέβει.

Πάει ο Μπουκάλας, αρκετά.
Α. Φαρμάκης


3 σχόλια:

όλα αυτά περί κατασκευής κ,λπ. μου θυμίζουν κάποιους γνωστούς (φ)/βλόγερ που σκίζουν τα ρούχα τους γιὰ τὸ πολυτονικό ὡς ἐπινοημένο-κατασκευασμένο καὶ ἄσχετο μὲ τὴ λαλιά μας, ἐνῶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δημοτικὴ ποὺ αὐτοὶ ὑπερασπίζονται (καὶ χρησιμοποιεῖ κι ἡ κουτσὴ μαρία, ὅπως κι ἐγὼ) εἶναι γεμάτη ἀπὸ λέξεις εἴτε καθαρευουσιάνικες εἴτε κατασκευασμένες ἀπὸ ἀρχαϊστὲς κ καθαρευουσιάνους (πανεπιστήμιο, ἐφημερίδα, στρατός, κουρέας κοκοκοκ) κάνουν ὅ,τι κάνουν πάντα: τὴν πάπια


"μια κρισιμότατη παρένθεση που υπάρχει στο αυθεντικό σολωμικό κείμενο και χάρη στην οποία ο Σολωμός φανερώνεται μάλλον οικουμενικός παρά εθνικός"

Στο μυαλό του Μπουκάλα αυτά τα δύο είναι έννοιες αντίθετες και αμοιβαίως αποκλειώμενες. Τραγική περίπτωση.
Και το ωραίο είναι ότι ο ποιητής προφανώς με το "άλλο" εννοεί κάποιο ιδανικό, λ.χ. ελευθερία, δικαιοσύνη κλπ., άλλωστε και την "Ελλάδα" τη χρησιμοποιεί στην εξιδανικευμένη μορφή της.
Δεν εννοεί το Μπαγκλαντές, ούτε το Ιράκ.


Γιατί βρωμίζεις το χώρο σου με Μπουκαλιές...