Δημοσιεύθη:
19.1.10 @ 2:21 π.μ.
Ετικέτες:




 

Τι ειν' η επιφυλλιδογραφία μας;

Ο Παντελής Μπουκάλας εξανέστη. Τον έπνιξε το δίκιο. Φρίαξε από τον κατατρεγμό των αδυνάτων. Στέναξε για τον καϋμό των αδικημένων. Και έσπευσε να βοηθήσει την κα. Δραγώνα με μια επιφυλλίδα γραμμένη στο πόδι, η οποία φέρει τον πρωτότυπο τίτλο «"Τι είναι η πατρίδα μας" ―ξανά». Πρόκειται για μια μοναδική στιγμή της ελληνικής επιφυλλιδογραφίας, το δικό μας, ολοδικό μας «J' accuse» ―και συνάμα ένα τρυφερό «J' adore» προς την διωκόμενη διανοούμενο.

Επειδή δεν είναι δυνατόν ο απλός κοσμάκης, οι housewives και λοιποί αλευρομάγειροι που διαβάζουν το ιστολόγιο να κατανοήσουν μια τέτοια μεγάλη πένα, ως οι πλέον εγγράμματοι εξ ημών (γ' δημοτικού), αναλαμβάνουμε χρέη μεταφραστή.

Θυμόμαστε - δεν θυμόμαστε ότι το ποίημα είναι του Ιωάννη Πολέμη, μπερδεύουμε - δεν μπερδεύουμε τα «άσπαρτα» βουνά με τα «άπαρτα», που μάλλον μας ακούγονται πιο ηρωικά (εδώ μπερδεύουμε, με πρώτον και στομφωδέστερο τον κ. Καρατζαφέρη, την «κόψη του σπαθιού την τρομερή» με την «όψη που με βία μετράει τη γη»), το σίγουρο είναι πως οι στίχοι «Τι είν’ η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;» κ.τ.λ. κ.τ.λ., διεκδικούν τα πρωτεία της φήμης από ένα άλλο ποίημα του ίδιου ποιητή που συνεχίζει να πυροδοτεί συζητήσεις, εκείνο για το «Κρυφό Σχολειό».


Εμείς ―ο αγγράμματος «Μπίθουλας»― θυμόμαστε-δεν θυμόμαστε τον Πολέμη. Όχι σαν τον κ. Μπουκάλα που αν δεν τον μνημονεύσει καθημερινώς δεν ησυχάζει. Πολέμη δώστου και την ψυχή του πάρε. Αν ψάχνατε να του πάρετε δώρο για τις 27 Ιουλίου, τα άπαντα του ποιητού θα ήταν μια πολύ καλή επιλογή ―αν δεν τα είχε ήδη, και μάλιστα δερματόδετα, σε πολλές και διαφορετικές εκδόσεις.

Μπερδεύουμε, άλλωστε, ακόμα και τους στίχους του εθνικού μας ύμνου (με πρώτο εξ ημών στην σύγχυση τον Καρατζαφέρη). Ο πληθυντικός «μπερδεύουμε» εδώ είναι ο λεγόμενος «πληθυντικός αγενείας» (τσουβαλιάσματος σημαντικός), οπότε η φράση θα πρέπει να διαβαστεί ως «ΕΣΕΙΣ μπερδεύετε, και ούχι βέβαια, εγώ ο κοτζάμου ποιητής, αρθρογράφος και διανοούμενος Μπουκάλας. Ού να μου χαθείτε».


«Τι είν’ η πατρίδα μας», ακριβώς, τιτλοφορούνταν ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1997, με τον υπότιτλο «Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση», την επιμέλεια της Αννας Φραγκουδάκη και της Θάλειας Δραγώνα και τη συμβολή άλλων πέντε κοινωνικών επιστημόνων. Για δώδεκα χρόνια το βιβλίο αφορούσε τους κοινωνιολόγους, τους εκπαιδευτικούς κι όσους ακόμα νοιάζονται για το πώς σχηματίζεται η εικόνα του «άλλου», άρα και του εαυτού μας, μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία.


Αφού, από την πρώτη κι' όλας παράγραφο της επιφυλλίδας, εμπεδώσαμε πως είμαστε κάφροι, περνάμε στο κυρίως θέμα.

Το 1997 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Τι είναι η Πατρίδα μας». Αυτό, έως εχθές, αφορούσε μόνο τους κοινωνιολόγους και όσους «νοιάζονται για το πώς σχηματίζεται η εικόνα του "άλλου" (...) μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία.».


Ο αρθρογράφος, αφοσιωμένος καθώς είναι στην μελέτη του Πολέμη, δεν έχει χρόνο φυσικά για αγορές περιοδικών, περιδιαβάσεις στο διαδίκτυο, κλπ. Γνωρίζει εξάλλου ότι εμείς οι κάφροι ούτε διαβάζουμε επιστημονικά βιβλία, ούτε βέβαια έχουμε ή εκφέρουμε άποψη. Δικαιολογημένα, λοιπόν, το ενδεχόμενο τόσο το βιβλίο όσο και οι συγκεκριμένοι «κοινωνικοί επιστήμονες» (sic) να έχουν δεχθεί κριτική ήδη πολύ πριν από «εχθές» όπου έλαβε χώρα ο διορισμός της ειδικής γραμματέως δε χωράει στο νου του.

Ας πούμε το 2006, το 2007, πάλι το 2007 με ειδική ανάλυση του συγκεκριμένου βιβλίου, το 2008, κλπ.

Δεν έχουν όλοι οι παραπάνω βέβαια ακαδημαϊκές δάφνες αντίστοιχες της παρέας των «κοινωνικών επιστημόνων», αφού ακόμα και ο συντάκτης του κειμένου του 2007, ο Ηλίας Ηλιόπουλος, καίτοι Διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, στερείται του απαραίτητου πιστοποιητικού παρακολούθησης μαθημάτων από το παγκοσμίου φήμης Deeree College).


Οταν όμως η κ. Δραγώνα έγινε ειδική γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, ανέλαβαν δράση οι πολιτικάντες (ο κ. Καρατζαφέρης, ο κ. Γεωργιάδης, που αντιπροτείνει ως εθνικώς πρέπον το εγχειρίδιο ενός χουντικού - εθνικοσοσιαλιστή, ο κ. Τραγάκης της συρόμενης Ν.Δ.), με τη συνεπικουρία εφημερίδων (κυρίως κυριακάτικων) ειδικευμένων στην αγοραία και αγρίως λαϊκιστική «εθνική κατήχηση», και διαφόρων Ενώσεων Αποστράτων (εκείνο το «ένας λοχίας μάς χρειάζεται», δεν λέει ακόμα να φύγει από το μυαλό ορισμένων). Εκοψαν κι έραψαν όλοι τούτοι, που βέβαια δεν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν το καταραμένο βιβλίο ή έστω να το ξεφυλλίσουν (ας είναι καλά τα γκαιμπελικά μπλογκ των αγρυπνούντων ελληνοφυλάκων), κατασκεύασαν φράσεις και τις φόρτωσαν στην πένα των συγγραφέων, έγινε και «διαδήλωση» από το ΛΑΟΣ και τη «Χρυσή Αυγή», με αίτημα «Εξω οι ανθέλληνες από το υπουργείο Παιδείας», όπου «ανθέλληνες» είναι όσοι δυσκολεύονται να συμφωνήσουν πως είμαστε λαός περιούσιος με ιστορία δεκαπέντε χιλιάδων χρόνων και βάλε, άρχοντες της οικουμένης εκ κληρονομίας, αποικιστές του σύμπαντος ήδη από τον καιρό των προσωκρατικών κ.τ.λ. Γνωστά είναι όλα τούτα και, αν εξαιρεθεί η «πορεία διαμαρτυρίας», έχουν ξαναγίνει, εις βάρος του «Εβραίου» κ. Χρήστου Ροζάκη παλαιότερα, της κ. Ρεπούση έπειτα, του πανεπιστημιακού κ. Κόκκινου προ μηνών. Γνωστό είναι επίσης ότι ο εθνικισμός, όταν μάλιστα τρέφεται από εθνικοσοσιαλιστικές «ιδέες» και απολήγει αφεύκτως σε ρατσιστικές κραυγές, δεν είναι απλώς κακέκτυπο του πατριωτισμού, είναι τυχοδιωκτική καπηλεία του και βαρύτατη προσβολή του. Δεν έχει δα κανένας την υποχρέωση να «απολογηθεί» για τη φιλοπατρία του στον κ. Πλεύρη ή πάλι στον κ. Ψωμιάδη ή τον μητροπολίτη Ανθιμο.


Εδώ, σε μια έξαρση λυρισμού, ο (και) ποιητής κος. Μπουκάλας μας προσφέρει ένα θορυβιστικό πορτραίτο των αντιδρώντων στο διορισμό της κυρίας Δραγώνα στη θέση της ειδικού γραμματέως του Υπουργείου (τέως εθνικής) Παιδείας. Δεν πρόκειται φυσικά παρά για απόστρατους αξιωματικούς (ιδιότητα φασιστική από μόνη της), και «εθνικο-σοσιαλιστές». Σίγουρα πάντως όχι τους σωστούς (πράσινους) σοσιαλιστές, όπως εκείνους που διόρισαν την εξέχουσα (πως λέμε Εύξεινος Πόντος) επιστήμονα.

Έμπλεος αντικειμενικότητας, ο κος. Μπουκάλας μας γνωστοποιεί από το δημόσιο βήμα του ότι υπάρχουν δυο αντίπαλες παρατάξεις:

α) οι νουνεχείς όπως η κα. Δραγώνα και ο ίδιος

από τη μια, και:

β) εκείνοι που πιστεύουν «πως είμαστε λαός περιούσιος με ιστορία δεκαπέντε χιλιάδων χρόνων και βάλε, άρχοντες της οικουμένης εκ κληρονομίας, αποικιστές του σύμπαντος ήδη από τον καιρό των προσωκρατικών».

από την άλλη. Tertium non datur, που θα έλεγαν και οι σπουδαγμένοι αρθρογράφοι μας...


Τυπικά οι λαοί που έχουν ανάγκη, αλλά και χρέος, να αναρωτιούνται «τι είν’ η πατρίδα τους» είναι όσοι βρίσκονται στα πρώτα στάδια της εθνογένεσής τους και κάποιος τρόπος πρέπει να βρεθεί για να συμπλεύσει ο νους και η καρδιά τους στη σύνταξη των πρώτων κεφαλαίων του εθνοαφηγήματός τους – κομμάτι δύσκολο βέβαια γιατί τα θερμά αισθήματα συνήθως λογοκρίνουν ή πνίγουν την ψύχραιμη σκέψη.


Είναι συγκινητικό, πάντως, το σε τι βαθμό η αφοσίωση του αρθρογράφου στην μελέτη του Ιωάννη Πολέμη τον έχει στερήσει από τη πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα στο παγκόσμιο χωριό μας τα τελευταία 30 χρόνια. Γιατί ασφαλώς, σε αντίθετη περίπτωση, θα ήξερε ότι η ερώτηση «τι είναι η πατρίδα μας» όχι απλώς δεν αφορά μόνο όσα έθνη «βρίσκονται στα πρώτα στάδια της εθνογένεσής τους» αλλά είναι κεντρικό ζήτημα σε κάθε σοβαρό έθνος. Θα μπορούσε τότε να παραθέσει βιβλιογραφία εκατοντάδων τόμων και αρθογραφία δεκάδων χιλιάδων σελίδων με Βρεταννικά, Γαλλικά, Αμερικάνικα κλπ παραδείγματα αντίστοιχου αναστοχασμού.

Τυπικά και πάλι, εμείς, περίπου διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, δεν έχουμε λόγους να μπλέκουμε με το ερώτημα «τι είν’ η πατρίδα μας» και τι εμείς. Ο χρόνος έκανε τη δουλειά του, στρογγύλεψε τα πράγματα, άμβλυνε τις αντιθέσεις, έκοψε τις αιχμές, τακτοποίησε τις αντιφάσεις, έδωσε υλική υπόσταση ακόμα και σε θρύλους, μας παρέδωσε με λίγα λόγια μια στρωμένη και ορθή Εθνική Ιστορία, επίσημη, για σχολική, στρατιωτική και εν γένει κρατική χρήση. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι κάθε λίγο και λιγάκι πέφτουμε σε καβγά για το ποια πρέπει να είναι η διεθνής ονομασία της χώρας μας, Hellas ή Greece, καβγάς που ανακαλεί, έστω κι αν ενίοτε δεν τη γνωρίζει, την προ δύο αιώνων αντιμαχία των λογίων για το πώς ταιριάζει να ονομαζόμαστε, Ελληνες, Γραικοί ή Ρωμιοί, φανερώνει ότι όσα μετράμε σαν λυμένα και αυτονόητα, ίσως δεν είναι· ότι δηλαδή η ιδεολογική σύγκρουση με αντικείμενο τον αυτοπροσδιορισμό μας είναι άπαυτη.

Δεν εννοούμε και δεν ζούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο τις κρίσιμες λέξεις, «Ελληνες», «ελληνισμός», «πατρίδα», «πατριωτισμός». Ποτέ δεν τους αποδώσαμε την ίδια σημασία, ούτε καν όταν ο τόπος ταλανιζόταν υπό ξένο ζυγό ή τον σκίαζε τυραννία εσωτερική· ο επίσημος εθνικός μας αυτοπροσδιορισμός προϋπέθετε τον πόλεμο τόσο εναντίον των εξωτερικών εχθρών (οι οποίοι και χαρακτηρίζονταν κατώτεροι, αν όχι βάρβαροι) όσο και εναντίον των «εσωτερικών», οι οποίοι, σαν νοσούντες, αποκόπτονταν από τον υγιή εθνικό κορμό με διατάγματα, ιδιώνυμα, εκτοπισμούς, φυλακίσεις. Για να μη βγαίνουμε έξω από την Ιστορία γλιστρώντας προς τις βολικές περιοχές της μεταφυσικής και της υπερβατικότητας, οφείλουμε να μη λησμονούμε πως δεν έλειψαν ποτέ όσοι, βέβαιοι ότι τυγχάνουν οι μόνοι φορείς των γνήσιων γονιδίων και οι αυθεντικοί εκφραστές της ελληνικότητας, κήρυσσαν «βδελυρούς», «μιάσματα» ή «εθνοπροδότες» τους άλλους, τους αντιπάλους τους στο πεδίο της πολιτικής και της ιδεολογίας. Κι αν δεν τους έστελναν πάντοτε σε νησιωτικούς «Παρθενώνες» προς σωφρονισμό, φρόντιζαν, ακόμα και σε καιρούς δημοκρατίας, όπως σήμερα, να βάζουν μπροστά τη μηχανή του στιγματισμού και του αποκλεισμού: «εκάς οι βέβηλοι», εκάς οι μαγαρισμένοι και μαγαρίζοντες, τα μισαδάκια της ελληνικότητας... Η ελληνομετρία διατηρεί αμείωτους τους οπαδούς της, αφού πάντοτε ξεφυτρώνουν όλο επιθετικότητα οι «γνήσιοι» και «καθαροί»· και ευτυχώς που πια, οδηγημένοι και από τον Καβάφη, ξέρουμε τι να υποθέτουμε όταν ακούμε για «το χρέος προς την πατρίδα και άλλα ηχηρά παρόμοια».


Ο ποιητής-αρθρογράφος εδώ δείχνει την μαστοριά του στο να κινείται σε πολλαπλά επίπεδα υψηλού σουρεαλισμού χωρίς να περιορίζεται από το λεγόμενο «θέμα» ή «ψητό» της κλασσικής ποίησης.

Έτσι, ενώ ξεκίνησε να μιλάει για την κα. Δραγώνα και τις αντιδράσεις στην τοποθέτησή της και το βιβλίο της, τα παρέκαμψε γρήγορα και αφιέρωσε το κείμενο του σε μια ανασκόπηση της ιστορίας της ελληνικής δεξιάς και της Μακρονήσου. Με βάση όλα τα παραπάνω, και χάρη και στο καβαφικό απόσπασμα, φθάνουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι κάθε αναφορά σε πατρίδα ή σε χρέος προς αυτήν είναι ύποπτο και «ελληνομετρία». (Ασφαλώς, ο Αλεξανδρινός ποιητής έγραψε και ότι πρέπει «τιμή» σ' αυτούς τους «ελληνομέτρες» που «προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος», αλλά είναι λογικό, εξαντλημένος από τη μελέτη του Πολέμη, να το αγνοεί ο αρθρογράφος μας).

Μάταια θα ψάχνει ο αναγνώστης μια κριτική αποτίμηση του βιβλίου ή μια τοποθέτηση πάνω στο πολιτικό και ηθικό ζήτημα του διορισμού κάποιου ως καθηγητή και ως ανωτάτου στελέχους της εκπαίδευσης χωρίς τα απαραίτητα προσόντα. Τέτοιου είδους κριτικές και ενστάσεις ταιριάζουν μόνο σε ακροδεξιούς, εθνικοσοσιαλιστές και ουφολόγους, μας λέει με το μοναδικό λυρικό του τρόπο ο αρθρογράφος.


Και μιας και βρισκόμαστε στον χώρο της ποίησης, ας πω και τούτο: Τιμώ τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά ως εθνικούς ποιητές (και) για λόγους για τους οποίους κάποιοι θα είχαν ίσως την όρεξη να τους αναθεματίσουν σαν ανθέλληνες ή, τέλος πάντων, σαν ενδοτικούς «θολοκουλτουριάρηδες». Τον μεν Ζακύνθιο για το υψηλό εκείνο «o altra cosa» («ή κάτι άλλο») που πρόσθεσε, μέσα σε παρένθεση, στη γνωστότατη (αλλά φαλκιδευμένα μνημονευόμενη) προτροπή του: «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα (o altra cosa) και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου». Τον δε Μεσολογγίτη για τον συντονισμό του με το ρεύμα της πραγματικής και όχι της μυθοπλασμένης Ιστορίας, όπως την αποκαλύπτουν οι εξής οχληροί για τους γαλαζοαίματους στίχοι του: «Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα». Παραδόξως, ακόμα δεν έχει κηρυχθεί εκστρατεία αναδρομικής διόρθωσης επί το εθνοπρεπέστερον του σολωμικού και του παλαμικού έργου. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.


Εδώ μαθαίνουμε ότι ο Σολωμός και ο Παλαμάς κρίνονται με βάση το πολυπολιτισμικόμετρο ―και βγαίνουν άξιοι τιμής στα μάτια του αρθρογράφου. Αν μάλιστα είχαν αφιερώσει και από ένα ποίημα ο καθένας στο να στιγματίσουν τους ρατσιστές και φασίστες έλληνες θα ήταν ίσως παγκοσμίου επιπέδου ποιητές.

Ο αρθρογράφος εκπλήσσεται που «παραδόξως, ακόμα δεν έχει κηρυχθεί εκστρατεία αναδρομικής διόρθωσης επί το εθνοπρεπέστερον του σολωμικού και του παλαμικού έργου». Ευτυχώς όμως έχει ήδη ξεκινήσει εκστρατεία αναδρομικής αξιολόγησης των κ.κ. Σεφέρη, Ελύτη, Εγγονόπουλου κ.α., (όπως και του Μακρυγιάννη) ως φασιστών και ρατσιστών, σε κάθε περίπτωση ανεπαρκώς προοδευτικών.

Γνωρίζουμε άλλωστε ήδη ότι ο Μακρυγιάννης ήταν εθνικιστής και ο Νίκος Σβορώνος «διαφορικός ρατσιστής». Ενώ είναι επίσης γνωστό ότι ακόμα και ο Άρης Βελουχιώτης υπήρξε «εθνοκεντρικός» (φτου, κακά!) και πιθανό σύμβολο της «ογκούμενης ελληνικής ακροδεξιάς» (σύμφωνα με τον έγκριτα αιρετικό κριτικό και αρθρογράφο κ. Κούρτοβικ).


Το κείμενο του κ. Μπουκάλα, εδώ.

3 σχόλια:

Απλά κολά ένσημα ιδεολογικής νομιμοφροσύνης για το ιδιότυπο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων που χρειάζεται κάποιος για να επιπλεύσει στη σημερινή Ελλάδα...


Δε νομίζω ότι είναι ζήτημα πτυχίων. Το ζήτημα είναι ότι οι απόψεις που εκφράζει η κ. Δραγώνα για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, έρχονται σε αντίθεση με την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, συνεπώς, το να αποσυρθεί από τη θέση της είναι ζήτημα δημοκρατίας -δηλ. σεβασμού της λαϊκής θέλησης.


Το ζήτημα είναι ότι οι απόψεις που εκφράζει η κ. Δραγώνα για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, έρχονται σε αντίθεση με την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, συνεπώς, το να αποσυρθεί από τη θέση της είναι ζήτημα δημοκρατίας -δηλ. σεβασμού της λαϊκής θέλησης.

Και εδώ οι Μπουκάλες έχουν την απάντηση: η πραγματική δημοκρατία δεν είναι η λαϊκή θέληση ―αφού ο λαός είναι φασιστο-ρατσιστής, αλλά αυτό που «αυτοί ξέρουν» καλύτερα.

Με την κάλυψη των «αριστερώνε» γράφονται αυτά. Εξ ου και η σιωπή για τα δημοψηφίσματα.

Λίγος Φαρμάκης:

Προσέξτε πώς γράφουνε οι ξεπουπουλιασμένοι δημοσιογράφοι:

«μπράβο, στην κυβέρνηση που θα λύση το συνταξιοδοτικό , χωρίς να την φοβίση το πολιτικό κόστος -...»

«Να λυθή τώρα το Σκοπιανό - τα εργατικά - τα φορολογικά -
χωρίς να μετρηθή το πολιτικό κόστος.»

Λύσεις εναντίον του λαού - όπως μας τις επιβάλλει η ευρώπη,
οι αμερικανοί, οι τσιμεντοβιομήχανοι, οι τραπεζίτες...