Δημοσιεύθη:
17.1.10 @ 3:51 π.μ.
Ετικέτες:




 

Ο Κονδύλης και τα κονδυλώματα

Η δημοσιογραφία αποτελούσε, πάλαι ποτέ, αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «gatekeeper» (φύλακας ή πορτιέρης, θα λέγαμε εμείς). Έλεγχε, δηλαδή, σαν πορτιέρης, το ποιός θα προβληθεί και ποιός όχι, ποιά είδηση θα περάσει στον κόσμο και ποιά θα θαφτεί, τι αξίζει να γίνει γνωστό και τι να το φάει το μαύρο σκοτάδι. Ήταν η εποχή όπου λίγοι εκδότες και ιδιοκτήτες ραδιοσταθμών και καναλιών έλεγχαν πλήρως την ενημέρωση, και όπου ο απλός κόσμος δεν είχε ούτε δημόσιο βήμα, ούτε τρόπο να ακουστεί η φωνή του (αρκεί να αναλογιστούμε ότι ορισμένοι βαρεμένοι έφθαναν μέχρι το σημείο να δολοφονούν κόσμο ώστε να δημοσιευτούν οι απόψεις τους με την μορφή προκυρήξεων).

Από αυτή την κατάσταση προέκυψε η δύναμη της «τέραρτης εξουσίας» ―και αυτή έθρεψε την αλαζονεία και την ημιμαθή έπαρση πολλών δημοσιολογούντων της κακιάς ώρας, οι οποίοι ενδυναμώνονταν από την βεβαιότητα ότι οι σαχλαμάρες τους δεν θα συναντούσαν αντίλογο ―παρεκτός ίσως από αβρούς συναδέλφους.

Με το διαδίκτυο αυτό έπαψε να ισχύει. Οποιοσδήποτε πλέον έχει την δυνατότητα να απαντήσει επί ίσοις όροις σε οποιονδήποτε δημόσιο λόγο. Δεν έχει βέβαια εξασφαλισμένο ακροατήριο ―δεν μοιράζει δα και τσάμπα DVD―, αλλά, αν ο λόγος του είναι σοβαρός και καίριος, μπορεί να φθάσει, δυνάμει, σε όλο τον κόσμο. Ο Ριχάρδος Σωμερίτης έγγραψε κάτι την εποχή που οι βλακείες των μέσων μαζικής ενημέρωσης έμεναν αναπάντητες. Σήμερα, με μιας δεκαετίας και βάλε καθυστέρηση, θα του απαντήσουμε.

Ελλείψει επιχειρημάτων στο κείμενο του Σωμερίτη θα περιοριστούμε και εμείς στον εφ' όλης της ύλης σχολιασμό του. Θα υπερτιμούσαμε το κείμενο του αν του απαντούσαμε με μεγαλύτερη σοβαρότητα και τάξη, γιατί θέση μας είναι ακριβώς ότι δεν του αξίζει τέτοια τιμή.

Παιχνίδια πολέμου

Ο Ριχ. Σωμερίτης σχολιάζει τις απόψεις του Κονδύλη σχετικά με ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη

ΡΙΧ. ΣΩΜΕΡΙΤΗΣ

Το εύκολο λογοπαίγνιο θα ήταν ότι αποκτήσαμε στρατηγό Κονδύλη τον νεότερο. Στο λογοπαίγνιο αυτό μας οδήγησε η προδημοσίευση, στο «Βήμα» της 9ης Νοεμβρίου, μεγάλου αποσπάσματος του επίμετρου στην ελληνική του έκδοση ενός έργου πολιτικής φιλοσοφίας του Παναγιώτη Κονδύλη, διανοουμένου και όχι καραβανά, για τη θεωρία του πολέμου που εκδόθηκε στη Γερμανία το 1988. Το επίμετρο αυτό εξετάζει τις διάφορες παραμέτρους μιας υποθετικής ελληνοτουρκικής σύρραξης.

Ο Ριχάρδος δεν δίστασε να καταφύγει στο ―και κατά δηλωσή του― «εύκολο λογοπαίγνιο». Γιατί να διστάσει, άλλωστε, αφού όλο το κείμενο γράφτηκε με ευκολία που θυμίζει ευκοίλια (μιλώντας εκ του αποτελέσματος);

Ξεκινάει με έναν αόριστο ψόγο προς τον Π. Κονδύλη, ότι έγραψε ένα έργο για την «θεωρία του πολέμου» όντας διανοούμενος και «όχι καραβανάς». Αλλά αν είναι ανεπαρκής ένας μη καραβανάς διανοούμενος να γράψει ένα βιβλίο για την θεωρία του πολέμου, τότε ο κ. Σωμερίτης είναι διπλά ανεπαρκής να το κριτικάρει, αφού ούτε καραβανάς είναι, ούτε, βέβαια, διανοούμενος.


Σύμφωνα με τον Κλεμανσό, τον πολιτικό που οδήγησε τη Γαλλία στη νίκη του 1918, ο πόλεμος είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να τον εμπιστευτείς σε στρατηγούς. Τι θα έλεγε ο Κλεμανσό για τους πανεπιστημιακούς καθηγητές; Η απάντηση είναι δύσκολη διότι ο Κλεμανσό δεν πρόλαβε να διαβάσει Κονδύλη. Το πολύ να είχε διαβάσει Κλαούζεβιτς, τον θεωρητικό του πολέμου που τόσο αναστάτωσε με τη δόξα του, περισσότερο και από τους σπουδαστές των διαφόρων σχολών πολέμου, διαφόρους διανοουμένους και καθηγητές Πανεπιστημίου.

Μη όντας, όπως προείπαμε, ούτε διανοούμενος, ούτε καραβανάς ―αλλά απλώς ένας ημιμαθής δημοσιογράφος, είναι λογικό να αγνοεί ότι πραγματείες περί στρατηγικής ―τόσο «καραβανάδων» όσο και «πανεπιστημιακών καθηγητών»― μελετώνται σοβαρότατα από τα διεθνή στρατηγικά επιτελεία και τους γεωπολιτικούς αναλυτές. Από τον Σουν Τζου και τον Κλαούζεβιτς έως τα σενάρια του Χάντινγκτον και δεκάδων αναλυτών.

(Αγνοεί επίσης ότι ο Π. Κονδύλης ήταν ερευνητής και όχι «πανεπιστημιακός καθηγητής» ―αλλά μπροστά στα τόσα άλλα που αγνοεί αυτό είναι απλό πλημμέλημα).


Μερικοί από αυτούς θεωρούν καθήκον τους να προσθέτουν στο βιογραφικό τους και κάποιες ιδέες για το πώς σκοτώνεις επιτυχώς τους αντιπάλους σου. Ευτυχώς, τις ιδέες αυτές δεν τις πειραματίζονται ούτε και μέσα στα πανεπιστήμια. Δυστυχώς, εκτός πανεπιστημιακής θαλπωρής, οι ιδέες αυτές μπορούν όμως να επηρεάσουν όσους ήδη διακατέχονται από ανάλογες φαγούρες. Κοντολογίς, ο κ. Κονδύλης έρχεται με το πόνημά του να προσφέρει επιστημονική και μάλιστα (σύμφωνα με τις φήμες) προοδευτική κάλυψη σε όλους τους ελληνόψυχους καλαμαράδες της καθ’ ημάς Ανατολής.

Αν αυτά τα γραμμένα στο πόδι σχόλια ―τα ούτε καν καφενειακού επιπέδου―, δημοσιεύονταν σε μεγάλη εφημερίδα άλλης χώρας, θα είχε απολυθεί ο συντάκτης ή τουλάχιστον αναγκαστεί να ζητήσει δημόσια συγνώμη. Εδώ εμφανίστηκαν ως «κριτική» ενός έργου γραμμένου μετά ετών μελέτης από διακεκριμένο ερευνητή του εξωτερικού, και το οποίο έργο έτυχε εξαιρετικά θερμής υποδοχής στο εξωτερικό, από κριτικούς, πανεπιστημιακούς και στρατιωτικούς αναλυτές.

Γιατί να παραμείνει εδώ, λοιπόν, ένας νέος επιστήμονας με στοιχειώδη αξιοπρέπεια και ευφυία, αν σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας γράφονται τα παραπάνω, ενώ στο εξωτερικό, στην Γερμανική «Frankfurter Allgemeine Zeitung» διαβάζουμε για τον ίδιο στοχαστή:

«Ο Κονδύλης, ο φιλόσοφος, με το απίστευτο εύρος γνώσης του [...] αντιπροσωπεύει τον υπο εξαφάνιση τύπο του οικουμενικού διανοητή [...] κατέχοντας μια τρομερή γνώση της Ευρωπαϊκής ιστορίας με απέραντη αναλυτική ικανότητα...».


Με δυο λόγια, η θέση του κ. Κονδύλη είναι η ακόλουθη: Η κατανομή του χώρου (συμπαγής γεωγραφικά Τουρκία, κατακερματισμένη Ελλάδα) δίνει στην Τουρκία προφανές στρατηγικό πλεονέκτημα. Αν μας χτυπήσει πρώτη, μπορεί να μας αποσπάσει κάτι, το μικρό ή το σημαντικό, αλλά πάντως το σχετικά απομονωμένο και συνεπώς ανυπεράσπιστο, διότι εμείς δεν μπορούμε να υπερασπίσουμε τα πάντα. Ετσι, η ελληνική πλευρά πρέπει να επιλέξει τα σημεία που είναι κομβικά για την άμυνα (στόχος κάθε πολέμου είναι η καταστροφή του κυρίου όγκου των αντιπάλων δυνάμεων) και ταυτόχρονα να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη. Αυτά είναι λίγα: η Ιμβρος και η Τένεδος και περισσότερο ακόμη η Θράκη, δηλαδή τα ευρωπαϊκά τουρκικά εδάφη. Που πρέπει να πάρουμε αντιμετωπίζοντας το όποιο κόστος για να έχουμε αντάλλαγμα στις μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις.

Βεβαίως η χώρα μας πρέπει να καλύπτει με ικανή δύναμη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας για να είναι η άμυνά της αποτρεπτική. Αυτά όμως δεν αρκούν. Το κλειδί του πολέμου είναι ο αιφνιδιασμός. Ετσι, μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας η ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Δηλαδή επίθεση και μάλιστα αιφνίδια; Ναι και όχι, διότι, όπως μας εξηγεί ο καλός κ. Κονδύλης, που τον θαυμάζουν στη Γερμανία, το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται· «συνεπώς» ο επιτιθέμενος με… «την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία». Ετσι, ακόμη κι αν εμείς εισβάλουμε σε τουρκικά εδάφη, ουφ, αναπνέουμε: οι κακοί παραμένουν οι άλλοι.

Ο Ριχάρδος ειρωνεύεται εδώ ακόμα και το ότι τον Κονδύλη «τον θαυμάζουν στην Γερμανία». Λογικό. Όλοι θα ζήλευαν βλέποντας να θαυμάζουν κάποιον οι ξένοι, ενώ γνωρίζουν ότι τους ίδιους τους διαβάζουν μειδιόντας συγκαταβατικά μόνον οι συμπολίτες τους ―και αν.

Κατορθώνει πάντος σε δυο μικρές παραγράφους να παραβλέψει την όλη επιχειρηματολογία του Κονδύλη, και να παρεξηγήσει την έννοια του «πρώτου κτυπήματος» όπως αυτή παρουσιάζεται στο βιβλίο του αλλά και στην προδημοσίευση. Λίγο το έχετε;


Ενα βιβλίο και μάλιστα πανεπιστημιακού επιπέδου δεν είναι Ζαχαράτος της παλιάς καλής εποχής, όταν διάφοροι επί τιμή έλυναν εκεί τα προβλήματά μας γευόμενοι τον βαρύ-γλυκύ τους. Και με δεδομένη τη διαρκή ελληνοτουρκική κρίση είναι βέβαιο ότι η κάθε λέξη και η κάθε ιδέα μπορούν να οδηγήσουν στα όσα δεν θα θέλαμε. Είναι επίσης γεγονός ότι στην εποχή μας αυτά που γράφουμε στην Αθήνα διαβάζονται και στην Αγκυρα και ναι μεν ο πρόεδρός μας θεωρεί ότι ο τουρκικός λαός δεν καταλαβαίνει από πολιτισμό (φαντάσου ο κ. Ντεμιρέλ να έλεγε κάτι το παρεμφερές για μας…) όμως οι τούρκοι στρατηγοί κάτι πρέπει να καταλαβαίνουν από στρατηγική. Ερώτημα: Θα περιμένουν να προχωρήσουμε στις τεράστιες στρατιωτικές παραγγελίες μας και στην επικράτηση των ιδεών του κ. Κονδύλη για να αντιδράσουν;

Αυτό που κατάλαβε από την ανάγνωση του ο κος. Σωμερίτης είναι ότι το βιβλίο είναι «καφενειακού επιπέδου» (ω, της ειρωνείας) ―και ότι μπορεί να ταράξει τους Τούρκους με όσα περιέχει. Και η φίλη μου η Κλαίρη ―που έβγαλε την Αμαράντου με την βάση του δέκα― αυτό κατάλαβε, αλλά δεν το δημοσίευσε ως «κριτική».

Αυτό όμως είναι επιχείρημα συγκυρίας: με ποια λογική και με ποια στοιχεία ο κ. Κονδύλης προδικάζει ότι το μόνο που μας περιμένει είναι ο πόλεμος με την Τουρκιά και ότι το καθήκον μας είναι πώς να τον χάσουμε με το μεγαλύτερο δυνατόν κόστος για τον αντίπαλο που, μας το υπογραμμίζει, έχει όλα τα στρατηγικά πλεονεκτήματα;

Ο Κονδύλης, βέβαια, αναλύει εξαντλητικά, «με ποιά λογική και με ποιά στοιχεία». Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα...

Η θεωρία του κ. Κονδύλη μάς προσφέρει πράγματι, και αυτό είναι κυριολεκτικά ανατριχιαστικό, τις πιο μελανές ιδέες: να επιτεθούμε πρώτοι, να χάσουμε χιλιάδες παιδιά και εθνικά εδάφη, να υποστεί η Κύπρος τραγικότερες ακόμη συνέπειες και όλα τούτα για να έχουμε επιχειρήματα σε μια μελλοντική μεταπολεμική διαπραγμάτευση. Γιατί όμως να μην αρχίσουμε από αυτήν με τα επιχειρήματα και τις δυνάμεις που έχουμε, χωρίς το βάρος μιας μερικής έστω ήττας; Πώς αντιμετωπίζονται τα μικροπροβλήματα της όποιας συντήρησης των δυνάμεών μας με όπλα και πυρομαχικά, προφανώς και με καύσιμα και ανταλλακτικά, όταν τα πάντα βρίσκονται στα χέρια ορισμένων δυνάμεων και, όσο ανεξάρτητοι αποφασίσουμε ότι θέλουμε να είμαστε, πολεμική βιομηχανία που να καλύπτει τις ανάγκες μας δεν μπορούμε να αποκτήσουμε μήτε να κατασκευάσουμε ανταλλακτικά ούτε και να βρούμε καύσιμα. Για να μην προσθέσουμε και τις επικοινωνίες…

Το να πεις «έλα, Τούρκε, να μιλήσουμε ειλικρινά, αν μας κάνεις πόλεμο τίποτε δεν θα κερδίσεις το ουσιώδες, θα χάσεις πολλά όπως και εμείς, που φυσικά τότε όλοι μας θα πολεμήσουμε» είναι κάτι το σχεδόν αυτονόητο και ως ένα βαθμό γίνεται με χίλιες αντιφάσεις και δυσκολίες, με κυριότερη αντίδραση τις εσωτερικές ιαχές, εδώ και απέναντι, των πολεμοκάπηλων που μάλλον βρήκαν τον θεωρητικό τους.

Εδώ βρίσκουμε μια κεφαλαιώδους σημασίας ανάλυση, η οποία θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλα τα στρατιωτικά επιτελεία και σε κάθε διπλωματική σχολή. Η στρατηγική πρόταση του κ. Σωμερίτη προς αποτροπή του πολέμου είναι να πούμε: «έλα, Τούρκε, να μιλήσουμε ειλικρινά, αν μας κάνεις πόλεμο τίποτε δεν θα κερδίσεις το ουσιώδες, θα χάσεις πολλά όπως και εμείς, που φυσικά τότε όλοι μας θα πολεμήσουμε».

Το επόμενο βήμα θα είναι, λογικά, να τραγουδήσουμε όλοι μαζί ―ενδεχομένως με τον κ. Σωμερίτη να οδηγεί―: «Αν όλα τα παιδιά της γης / πιάναν γερά τα χέρια / κορίτσια αγόρια στη σειρά / και στήνανε χορό / ο κύκλος θα γινότανε / πολύ πολύ μεγάλος / κι ολόκληρη τη Γη μας / θ’ αγκάλιαζε θαρρώ». Μια τέτοια πράξη θα έχει ακόμα μεγαλύτερη αποτρεπτική ισχύ.

Κανονικά και μόνο η απίστευτης γελοιότητας πρόταση περί αποτροπής που παρουσιάζει ―και δη ως «αυτονόητη»― ο δημοσιογράφος θα αρκούσε για την άμεση μεταθεσή του στις σελίδες με τα ευθυμογραφήματα ―αν όχι τα φαρμακεία.


Το να διδάσκεις όμως τα όσα διαβάσαμε με την υπογραφή Κονδύλης είναι μια άλλη συζήτηση με επιχειρήματα απίστευτης ελαφρότητας, εξωπραγματικά και σαφώς επικίνδυνα. Κυρίως που, στη συνέχεια της εργασίας του, ο κ. Κονδύλης λίγες ελπίδες αφήνει για τη χώρα, τους ανθρώπους της, το μέλλον, οικονομικό, πολιτικό, ευρωπαϊκό. Θεωρεί ότι ακόμη και με τη λύση τυχοδιωκτικής απελπισίας που έχει σαφώς την προτίμησή του (να χτυπήσουμε πρώτοι…) απαιτούνται θυσίες και αλλαγές που δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα: τέτοια απελπισία, τέτοια εθνική νευροπάθεια. Ας ελπίσουμε πάντως ότι ο καλός διανοητής δεν θα βρεθεί αξιωματούχος της παλλαϊκής άμυνας σε συνοριακή περιοχή…

Αφού επαναλάβει τις επιπέδου δημοτικού παρεξηγήσεις του περί της θεωρίας και των προτάσεων του Κονδύλη, ο κος. Σωμερίτης κλείνει επικρίνοντας την απαισιοδοξία του Π. Κονδύλη για το «οικονομικό, πολιτικό και ευρωπαϊκό» μέλλον της χώρας. Ξέρουμε βέβαια πόσο τον δικαίωσε το λαμπρό, «οικονομικό» (κρίση), «πολιτικό» (Γιωργάκης) και «ευρωπαϊκό» (Αλμούνια) μας μέλλον.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ, τις 23/11/1997. Ο κος. Σωμερίτης, μπερδεύοντας ίσως το πτύειν με το βρέχειν, είχε το σθένος να απαντήσει άλλες δυο φορές στην αντίδραση του κ. Κονδύλη στα γραφόμενα του, με επιχειρήματα αντιστοίχου επιπέδου. Όλος ο διάλογος ―ο Θεός να τον κάνει―, εδώ.

2 σχόλια:

ο σωμερίτης θα είναι πολύ χαρούμενος που κατατρόπωσε τον κονδύλη, έχοντας άλλωστε διαβάσει το έργο όλο του κονδύλη.


Μόνο τον κατατρόπωσε; Τον αποδόμησε τελείως μιλάμε τον πολεμοκάπηλο