Δεν υπάρχει σήμερα καμιά ουσιαστικά διαφωνία στους κόλπους των γλωσσολόγων ότι γλώσσα είναι ο έναρθρος λόγος, αυτός με τον οποίο καταρχήν επικοινωνούμε με τους συνανθρώπους μας, ανακοινώνοντάς τους τις ιδέες, τις σκέψεις, τις επιθυμίες μας, τα συναισθήματά μας. Αποτύπωση, μάλλον ισχνή, της γλώσσας είναι η γραφή, εικόνα της, όχι κατανάγκην πιστή.
Γ. Χάρης, αναδημοσίευση, εδώ
Χωρίζουν τήν γλώσσα σε δύο ξεχωριστά είδη. Τήν προφορική γλώσσα και την γραπτή - θεοποιούν δε τήν προφορική καί εξ αυτής εξάγουν τόν κανόνα. Πρέπει να απαγορευτούν διά ροπάλου - από σέλινα - όλοι αυτοί οι γλωσσολόγοι. Να τούς διορίσουν στην κεντρική αγορά του Ρέντη - εκεί θα ναι πιό χρήσιμοι στόν έλεγχο των Βοδινών Γλωσσών.
Οι γλωσσολόγοι μοιάζουν με τους θεολόγους. Είναι ομοίως άχρηστοι.
Η γλώσσα ανήκει στά παιδιά, τούς τρελλούς, τούς αλλοπαρμένους, τούς αγραμμάτους, τούς ποιητές - που την μιλούν - και σε μερικούς νεκρούς συγγραφείς. Οι γλωσσολόγοι είναι νταβατζήδες της γλώσσας και στενοί κορσέδες της εκφράσεως. Εκεί, εκεί, στην αγορά του Ρέντη...
Η προφορική δεν είναι γλώσσα. Είναι σύνθετο σύστημα επικοινωνίας. Του Δημοτικού, αγαπητέ μου Γουάτσον. Μιλάμε, χειρονομούμε, στέλνουμε σήματα νοηματικά με τίς λάμψεις των ματιών, την στάσι του σώματος - ανταλλάσουμε αρωματικούς υδρογονάθρακες, φερεμόνες, κομματάκια ντιενέι, ορμονικές απολήξεις, συνομιλούμε μέ χρωματικές επεξηγήσεις, με νοηματικές και σημασιολογικές οφθαλμικές αφές, ηχητικές αυξομειώσεις, τονικές διαφοροποιήσεις και αλλαγές τονισμού, με προσθέσεις κρότων, πλαταγισμάτων, θορύβων, με έρμηνευτικές κινήσεις των χειλιών και της γλώσσας.
Αν, κάποιος, από αυτό τό πολύπλοκο, σύνθετο και θαυμαστό σύστημα της ανθρωπίνης επικοινωνίας, αποσπάσει μόνο τήν λεκτική δράσι και τήν ονομάσει ΓΛΩΣΣΑ, εξάγοντας εξ αυτής όλους τούς κανόνες της, γλωσσολόγος θά ναι. Δηλαδή γιά Ρέντη.
Ποιός γράφει ωραία; Ας πούμε ο Παπαδιαμάντης. Να πάρουμε έναν άλλο, να συμφωνήσουμε όλοι ως προς το " ωραίο"; Ο Ελύτης. Ιδού η γλώσσα του Ελύτη. Ούτε χειρονομίες, ούτε χρωματικοί ηχητικοί τονισμοί, ούτε σήματα και αφές, ούτε λάμψεις και ερμηνευτικές κινήσεις. Τίποτα απ όλα αυτά. Η γλώσσα καρφωμένη στό ποίημα της εις τούς αιώνες των αιώνων. (Αυτοί οι γλωσσολόγοι του Ρέντη, έχουν την εντύπωσι πώς εδώ, στόν Ελύτη, υπάρχει μόνο η παρτιτούρα της γλώσσας, ο σκελετός της γλώσσας. Καταλαβαίνετε τον λόγο;)
Οπως λείπουν από τήν γραπτή γλώσσα όλα εκείνα τα σύνθετα νοηματοδοτικά και ερμηνευτικά επιθέματα πού έχει η προφορική - εξ ου η ζωντάνια της - έτσι κι από τήν προφορική λείπουν γλωσσικά χαρακτηριστικά πού ανήκουν αποκλειστικώς στήν γραπτή.
Η γραπτή γλώσσα έχει μέσα της χρόνο, ιστορία. Αναφορικότητα της γλώσσας λέγεται αυτό. Ενώ η προφορική μοιάζει με μιά χρωματιστή κορδέλλα που ξετυλίγεις συνεχώς μέσα από το στόμα σου, η γραπτή μοιάζει με πηγάδια, με λίμνες, με τριανταφυλλιές, πού φυτεύει ο συγγραφεύς πάνω στό χώμα, στό χωράφι της γλώσσας. Η κάθε λέξι επικοινωνεί με τό υπέδαφος, τήν ιστορία, τήν ρίζα της γλώσσας, αντλεί τό νόημα της από τίς ρίζες της. Ετσι, εκεί πού την νόμιζες καρφωμένη στήν θέσι της εις τούς αιώνες, αυτή, με τήν δύναμι της αναφορικότητος, αποκτάει ιδιότητες ανάλογες με την ρευστότητα πού έχει στην προφορική.
Η γραπτή επίσης εχει παράταξι. Ενώ στην προφορική η παράταξι είναι χαλαρή, πρόχειρη, αρκεί να μας καταλάβει ο άλλος, το συντακτικό αναρχικό, η γραμματική υπακούει στην ανάγκη του δευτέρου νόμου της θερμοδυναμικής, στην γραπτή η παράταξι είναι αυστηρή, οι τριανταφυλλιές φυτευμένες με τάξι εκ των προτέρων καθορισμένη από τόν καλό κηπουρό.
Αρα; Αρα κι αυτό του δημοτικού αγαπητέ μου Γουάτσον. Οι κανόνες της γλώσσας, γραμματικοί και συντακτικοί, ανήκουν στήν γραπτή μορφή της. Εκεί ήταν κι εκεί είναι και τώρα. Πού πά ρε Μαρωνιτη; Που πά ρε Χριστίδη; Που πά ρε κι οι δυό με την Φερράρι;
Από την προφορική παλιοπατεώνες ζητάνε να πάρουμε τον κανόνα, ώστε να χαθή η αναφορικότητα, και τό θέμα έτσι της ιστορικής συνέχειας να καταστή μύθος ε;! Από τήν προφορική ο κανόνας, ώστε τό συντακτικό - οι πολύπλοκες παρατάξεις - να χάσουν την αυστηρότητά τους, ώστε να παύσουν και οι λέξεις να χουν νοηματική ακρίβεια - ώστε να λέμε δικαιοσύνη και να εννοούμε το δικαστήριο της Χάγης ε;!
Στου Ρέντηηηηηηηη.......
***
Πού πήγε τό απαρέμφατο. Στ άχρηστα, αλλά γιατί; Συνήθως, οι γλωσσολόγοι καί οι φιλόλογοι μιλάνε γενικώς καί αορίστως περί εξελίξεως καί φτάνουν έτσι να ονομάζουν εξέλιξι κάθε γλωσσικό γεγονός. Πάντως αποκλείεται να σου μιλήσουν γιά παρακμή - απαγορεύεται η παρακμή - όρα Χάρη.
Προσπαθώντας να εξηγήσουν τίς αλλαγές στήν γλώσσα, έχουν αντιγράψει τούς κανόνες των δυτικών, που αναφέρονται σε γλώσσες αυθαίρετες, όπως η περιφημη αρχή της αναλογίας, τήν οποία χρησιμοποιούν αποκαλυπτικά επί του παντός - όρα ξανάΧάρη, (το βιβλίο του γιά τήν γλώσσα σκίζει διάβασα).
Παρακμή. Σημαίνει να παρατάς τίς απρόσωπες εγκλίσεις. Η γλώσσα ανήκει σε όλους, αλλά ποιός τό αισθάνεται; Κι η θάλασσα ανήκει σε όλους αλλά τήν γεμίζουμε σκουπίδια. Εφ όσον δεν υπάρχει κανένας σεβασμός γιά τήν κοινή μας περιουσία, καί όλοι κόβουμε οικόπεδα παντού, και θεωρούμε άξιο προστασίας μόνο εκείνο που μας ανήκει, τήν ατομική μας ιδιοκτησία, οι απρόσωπες εγκλίσεις πάνε περίπατο. Ενα αυτό. Σε κοινωνίες εξατομικευμένες δέν χωράνε απαρέμφατα. Μενουν μόνο στις παροιμίες δηλαδή στήν κοινή σοφία, στήν κοινή γλώσσα πού δεν ανήκει σε κανέναν.
Αλλά δεν είναι τόσο απλό. Η γλώσσα ειναι ζωντανή καί έχει τήν ικανότητα να σκέφτεται μέσα της, να παραμιλά στόν εαυτό της, να σχηματίζει το περιεχόμενό της μέσα στόν καθρέφτη της. Τα απαρέμφατα - καί τα απαρέμφατα - ήσαν μαρτυρίες της συλλογικής καί πανανθρώπινης ουσίας της γλώσσας, λες και σχηματίστηκαν μονάχα τους, χωρίς την ανθρώπινη παρέμβασι. Η γλώσσα αυτοαναφαίρεται, άρα είναι βυθισμένη όχι σε κοινωνικές συμβάσεις και ανάγκες επικοινωνιακές, αλλά στήν βαθύτερη φύσι του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γεννιέται καί η γλώσσα είναι μέρος της φύσεως του, όπως η όρασι καί η αφή. όρα Τσόμσκυ.
Τα απαρέμφατα ήσαν η φωνή αυτής της μη εξατομικευμένης ακόμα γλώσσας που γεννιέται μαζύ μας, και ταυτόγχρονα εκφράσεις της κοινότητος καί συλλογικότητος. Με απαρέμφατα μιλάει ο Θεός.
Ενα παράδειγμα εκτός απαρεμφάτου. Η δοτική.
Οι πτώσεις αναφέρονται σε όλες τις δυνατές καταστάσεις επιγνώσεως του ουσιαστικού. Εφυγε η δοτική κι έμειναν τέσσερις. Χάθηκε μία από τίς καταστάσεις με τίς οποίες γνωρίζουμε τόν κόσμο - κι αν δεν χάθηκε οριστικά γιά όλους, τουλάχιστον πέρασε από τήν συνείδησί μας στό ασυνείδητο - πρέπει να γίνης γκουρού πλέον γιά να καταλάβης ότι η δοτική είναι τρόπος υπάρξεως του πράγματος, όχι δράσι του υποκειμένου πρός τό πράγμα.
Παρακμή και μάλιστα μεγάλη.
***
Η γλώσσα έχει σχηματίσει τους κανόνες της πρό εκατοντάδων αιώνων - κανείς δέν γνωρίζει πότε καί με ποιόν τρόπο ακριβώς. Πώς δηλαδή, αυτή η έμφυτη ικανότητα, εκδηλώθηκε σε λέξεις και προτάσεις που μπορούσες να τις μιλήσης. Το πιό λογικό πάντως, παρά τις υπάρχουσες θεωρίες, είναι να υποθέσουμε ότι η γλώσσα υπήρχε εξ αρχής με τόν ήχο της - πώς δεν υπάρχει καμία διαμεσολάβησι ανάμεσα στήν φυσική ικανότητα και την σωματική της εκδήλωσι. Ο άνθρωπος γεννήθηκε μιλώντας.
Παράδειγμα είπαμε οι κλίσεις.
Το βουνό του βουνού κλπ.
Με ποιό τρόπο σχηματίσθηκαν οι κλίσεις; Γιατί κλίνουμε τα ουσιαστικά, δηλαδή τα αντικείμενα του κόσμου γύρω μας; Δεν είναι κατ αρχάς παράδοξο; Ενα βουνό παραμένει βουνό - ότι κι αν πης γι αυτό καί με όποιο τρόπο. Ομως οι κλίσεις υποδηλώνουν αλλοιώσεις του πράγματος. Η γενική διατηρεί την ρίζα της ονομαστικής, αλλάζει όμως την κατάληξι. Σα να λέει πώς κάτι άλλαξε σττο πράγμα - στό βουνό - αφού το πράγμα και η λέξι του ταυτίζονται.
Και πράγματι κάτι αλλάζει. Οι κλίσεις δεν είναι παρά τό πράγμα του κόσμου σε όλες τις δυνατές καταστάσεις υπό τις οποίες το γνωρίζουμε. Οχι καταστάσεις νοητικές αλλά υπαρκτικές.
Το πράγμα υπάρχει εν ηρεμία - ονομαστική
το πράγμα υπάρχει σε κάθε του τμήμα - γενική
το πράγμα υπάρχει ως αποτύπωμα χάρτη - δοτική
το πράγμα υπάρχει ως απουσία και ανάμνησι - αιτιατική
το πράγμα υπάρχει ως όνειρο και ευχή - ευκτική
το πράγμα υπάρχει ως αντανάκλασι - κλητική.
Παράδειγμα η δοτική. τω βουνω γραφει η δοτική κι εμείς μεταφράζουμε και λέμε, στο βουνό, εις το βουνό κλπ. Είναι το ίδιο; Τω βουνώ σημαίνει κάτι που υπάρχει μαζύ με τους δρόμους που οδηγούν σε αυτό, πώς τα πράγματα υπάρχουν μαζύ με τούς δρόμους, τις κλίσεις και τις έλξεις τους. Το νοιώθουμε ακόμα - γιατί ακόμα ζει μέσα μας ως ζωντανό πτώμα η πανάρχαιη γνώσι της δοτικής - πώς κάθε πράγμα είναι σαν ένας φάρος, μέ τις φωτεινές ακτίνες του που μας καθοδηγούν, κάθε πράγμα έχει την ελκτική του βαρύτητα, την αύρα του. Στο βουνό δεν σημαίνει τίποτα - μία αλήθεια έχει χαθεί, κι είναι ο άνθρωπος που πηγαίνει σα χαμένος προς το πράγμα - αυτό δεν μετέχει διόλου στην πράξι της πλησιάσματος.
Η δοτική του κοριτσιού σημαίνει τό φως πού εκπέμπει η ομορφιά της που με καλεί - η σύγχρονη μετάφρασι της δοτικής δεν γνωρίζει την έλξι - στην κόρη πηγαίνω μόνο ονομαστικά - κινούμενος από τα ένστικτα και τις ανάγκες. Εφυγε η δοτική και σβύσανε τα φώτα.
Αν είχαμε την ικανότητα να δούμε τα πράγματα με έναν τελείως νέο τρόπο, τότε θα μπορούσαμε να εισάγουμε μία νέα κλίσι. Ας πούμε, η κβαντική θεωρία, ίσως, απαιτεί νέες κλίσεις των ουσιαστικών. Γιατί στην κβαντική θεωρία, ανακαλύπτουμε έναν νέο τρόπο με τον οποίο το πράγμα υπάρχει κι εμείς μπορούμε να το γνωρίσουμε. Μία κατάστασι υπαρκτική που δεν μπορούσαμε να δούμε πριν.
Γι αυτό και η απώλεια μίας κλίσεως, της δοτικής, της κλητικής και της ευκτικής, της γενικής σε κάποιες περιπτώσεις κλπ - δεν είναι απώλεια της γλώσσας απλώς, είναι απώλεια κοσμου, χάνεται με κάθε χαμένη κλίση, ένας τρόπος υπάρξεως των πραγμάτων - κι αυτό είναι παρακμή. Κάτι χειρότερο από παρακμή.
***
Μία εφημερίς - σήμερα, αναφέρεται σε μικρό άρθρο, στίς γλωσσολογικές θεωρίες του Τσόμσκυ - όπου μέ δύο λόγια: οι άνθρωποι έχουν έμφυτη τήν ικανότητα της γλώσσας. Γεννιώμαστε με το δικαίωμα. Αν είναι αλήθεια, τότε, το ξαναγράφω, η ικανότητα αυτή ενυπάρχει με έναν τρόπο, ο τρόπος αυτός σχηματίζει μία φυσική ύπαρξι, ένα οργανο, του οποίου μπορούμε αν θέλουμε να ανακαλύψουμε τούς νόμους. Μία εσωτερική πρώτη γραμματική, πιθανότατα κοινή σε όλους τους ανθρώπους.
Ο Ηράκλειτος πρώτος έγραψε γιά τόν ξυνό λόγο, που σημαίνει ότι είχε συνείδησι της φυσικής καταβολής της αυτονομίας και της προτεραιότητας της γλώσσας.
Η γλώσσα χτυπάει σαν την καρδιά, έχει αίμα και φλέβες, ανήκει στο παρασυμπαθητικό σύστημα του ανθρώπου. Με γλωσσικούς όρους, η γλώσσα στοχάζεται τόν εαυτό της, σχηματίζει έννοιες και χαρίζει νοήματα στό καρέφτισμά της, - όπως όλα όσα κληρονομούνται γεννετικά, μας ανήκει αλλά μένει ξένη, αυτο-υπάρχει. Καθρεφτίζεται στούς νόμους της. Μας χρησιμοποιεί όπως μας χρησιμοποιούν τα μικρόβια και οι ιοί.
Τα απαρέμφατα, μεταξύ άλλων, μαρτυράνε αυτήν την συγκλονιστική αλήθεια, την οποία θέλουμε πλέον να αποφύγουμε. Τα απαρέμφατα, όπως και οι πτώσεις, οι χρόνοι των ρημάτων και οι κλήσεις των ουσιαστικών, δεν σχηματίστηκαν από τήν ανάγκη, ούτε με την συμφωνία των ανθρώπων, αλλά σχηματίστηκαν στο εσωτερικό της γλώσσας από τήν ίδια την γλώσσα. Οι ανθρωποι τα μίλησαν, και εφεύραν τις σημασίες τους.
Η γλώσσα αλλάζει λέμε - όμως ο άνθρωπος είναι που αλλάζει. Μερικοί, όπως ολοι σχεδόν οι νεοταξικοί σύγχρονοι γλωσσολόγοι, θεωρούν κυρίαρχο το δικαίωμα του ανθρώπου να ορίζει την γλώσσα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Αυτό, εγώ το ονομάζω παρακμή.
Εχεις κληρονομήσει ένα κάστρο, και ζεις στόν αχερώνα.
Α. Φαρμάκης
4 σχόλια:
Οἱ Χάρηδες, κατ᾿ ἀρχήν, διαπράττουν τὸ λογικὸ λάθος τῆς λήψεως τοῦ αἰτουμένου. Ὁρίζουν ὡς «γλῶσσα» τὴν προφορικὴ ἐπικοινωνία (ἡ ὁποία μάλιστα δὲν εἶναι κἂν μόνον αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦν, ἀλλὰ ὁλόκληρη σωματικὴ λειτουργία, ὅπως λέγει καὶ ὁ ΑΦαρ), καὶ μετὰ ἀποφαίνονται δογματικῶς καὶ περισπούδαστα ὅτι... ἔχει ἀποδειχθεῖ (!) ὅτι «γλώσσα είναι ο έναρθρος λόγος»!
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, καὶ ἀφοῦ στεροῦνται ἁπλῆς μαθηματικῆς λογικῆς, τὸ νὰ περιμένουμε ἐπιπλέον νὰ ὑποψιαστοῦν ἔστω τὰ ἐπίπεδα καὶ τοὺς τρόπους στὰ ὁποία καὶ μὲ τοὺς ὁποίους λειτουργεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία καὶ τὸ παιχνίδι καὶ οἱ περιπέτειες τοῦ πνεύματος, θὰ ἦταν ὑπερβολικὴ ἀπαίτησις... (Ἀπίθανος ὁ ΑΦαρ σ᾿ αὐτά!)
Ὅμως, τὸ τὶ πολιτικὲς ἐπιδιώξεις ἐξυπηρετεῖ ἡ ἀπαξίωσις τῆς γραπτῆς παραδόσεως καὶ ἡ μονοκρατορία τοῦ παροντικοῦ καὶ τυχαίου, αὐθαιρέτου (καὶ συνεπῶς ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς μηχανισμοὺς εὐκόλως κατασκευαζόμενου) συμβαίνοντος, εἶναι μεγάλο καὶ σοβαρὸ θέμα, τὸ ὁποῖον ὅμως δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ὑποψιαστοῦμε. Ἀκριβῶς τὶς ἴδιες πολιτικὲς ἐπιδιώξεις ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὰ ἐξουσιαστικὰ ἰδεολογήματα ὅτι τὰ ἔθνη εἶναι «φαντασιακὲς κοινότητες», ἠ Ἱστορία εἶναι αὐθαίρετη κρατικὴ κατασκευή, ἡ κοινωνία καὶ ἡ πολιτεία εἶναι ἁπλὸ πληθυσμιακὸ σύνολο καὶ ἐπιχειρηματικὴ σύμπραξις τῶν χωρὶς ταυτότητα τυχαίως εὐρισκομένων στὸν τόπο αὐτὸν σήμερα ἀτόμων, κ.λπ. Καὶ σημειωτέον ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἡ πλέον ἐμφανής, χειροπιαστὴ θὰ λέγαμε, συνιστῶσα τῆς ἱστορικῆς μας συνέχειας· γι᾿ αὐτὸ τοὺς πονάει. Διόλου παράξενο λοιπόν ποὺ λυσσᾶνε νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ γλῶσσα ἔχει μόνον (αὐθαίρετο) παρόν καὶ καμμία ἄλλη διάστασι. Οἱ ἐθνομηδενιστές, παντοῦ, ὅ,τι καὶ νὰ λένε, πολιτικὴ κάνουν, συνειδητὰ καὶ ὑστερόβουλα.
Καταπληκτικὸ κείμενο.
Καὶ κάτι ἀκόμη. Μουσικὴ εἶναι μόνον τὰ αὐθόρμητα συνθήματα τοῦ γηπέδου καὶ οἱ φωνὲς τοῦ καπηλειοῦ, καὶ ὄχι οἱ συμφωνίες τοῦ Μπετόβεν (οἱ ὁποῖες εἶναι... ἰσχνὴ ἀποτύπωσις τῶν πρώτων); Φαντασθεῖτε νὰ τὸ ἔλεγε αὐτὸ μουσικός (μουσικολόγος μᾶλλον)! Καὶ ὅμως, τὸ λένε γιὰ τὴν γλῶσσα (ὅπου ὑπάρχουν καὶ περισσότερες ἀκόμη διαστάσεις...)
Το πιο μεστό και συνάμα γλαφυρό κείμενο που διάβασα τον τελευταίο καιρό. Υποκλίνομαι!
Και για να γελάσουμε και λίγο, γράφει ο Σραόσα στο Buzz (με bold):
Δεν τίθεται έτσι το πρόβλημα, δηλαδή μεταξύ βιωματικής-συναισθηματικής από τη μια και χρηστικής προσέγγισης από την άλλη. Χαρακτηριστικά, και ο ίδιος ο Φαρμάκης επιχειρηματολογεί με βάση μια θεωρία -- ή μάλλον, μια συλλογή θεωρητικών αξιωμάτων -- για τη γλώσσα, αν και βεβαίως πρόκεται για αξιώματα εμπειρικώς κενά περιεχομένου (όπως τα περί γλωσσικής παρακμής, περί σύνδεσης γλώσσας και νόησης ή περί της εννοιακής λειτουργίας των πτώσεων).
Ε, βέβαια, πως θα μπορούσε ποτέ να πρόκειται για συμπεράσματα και όχι αξιώματα ―άσε που είναι και «εμπειρικώς κενά περιεχομένου», αφού το εγγυούνται είκοσι πανεπιστημιακοί κρατικοί διανοούμενοι.
Να πω και το αυτονόητο: αγνοεί πλήρως τι λένε οι γλωσσολόγοι (πλην του Γ. Χάρη)...
Ε, αφού το είπε Σραόσα τι χρεία έχομεν άλλων μαρτύρων;
Όπως άλλωστε σχολιάζει στο Buzz: «Για να μη νομίζουμε ότι η διασπορά της επιστημονικής γνώσης και των επιστημονικών ανακαλύψεων είναι αυτονόητες.».
Καλά, τόσο κλισέ; Ωσαν 18ρης νεόφώτιστος του 18ου αιώνος ―ή πρωτοετής που αφήνει ένα μήλο στην έδρα του καθηγητή κάθε πρωί.
Επιπλέον, να τολμήσω να πω (ενδεχομένως μπαίνοντας σε χωράφια άλλων) ότι δεν υπάρχει 'χρηστική' προσέγγιση της γλώσσας, πέραν αυτής του ρητοροδιδασκάλου. Άλλωστε ο Φαρμάκης κατά της Γλωσσολογίας (στο πρόσωπο του Γ. Χάρη) καταφέρεται τελικά, όχι κάποιας χρηστικής ματιάς στη γλώσσα.
Η ειρωνεία βρίσκεται στο ότι ο κλάδος της Πραγματολογίας, ο οποίος μελετάει την επικοινωνιακή διάσταση της χρήσης της γλώσσας, έχει εξερευνήσει και αυτή την άρρητη, αμετάφραστη εξακτίνωση της ποίησης πέρα από την καθημερινή επικοινωνία και την τυπική λογική. Πρέπει να διαβάζουμε περισσότερο. Συγγνώμη για το σεντόνι.
Χαχαχαχα. Ο «κλάδος της Πργαματολογίας ο οποίος (...) έχε ερευνήσει και την άρρητη, αμετάφραστη εξακτίνωση της ποίησης».
Οι έρευνες και οι μετρήσεις των ειδικώνε επί της ποιήσεως... και νουθεσίες «να διαβάζουμε περισσότερο»...
Αν συναντούσαν ποτέ τους ζωντανή ποίηση οι άνθρωποι του «κλάδου της Πραγματολογίας» θα καλούσαν το 100.