Δημοσιεύθη:
9.12.05 @ 2:43 π.μ.
Ετικέτες:




 

Frappuccara

Πίνωντας έναν orange mocca frappuccino στα Starbucks μου ήρθε στο μυαλό η παρακάτω πρωτότυπη σκέψη: οι ξένες αλυσίδες παραέχουν πληθύνει στη χώρα μας. Γνωρίζοντας πως η γενίκευση είναι η μητέρα της επιστήμης, επέκτεινα κάπως την αρχική μου παρατήρηση: γενικά έχουν παραπληθύνει οι αλυσίδες: ελληνικές και πολυεθνικές αλυσίδες, franchise, μεγαθήρια, κεντρικά Babis Vovos. Και, βέβαια, κινέζικα φαναράκια. Σημαίνουν κάτι όλα αυτά;

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο δημόσιος τομέας και ο τουρισμός υπήρξαν οι βασικές επαγγελματικές διέξοδοι για το μεγαλύτερο ποσοστό των ελλήνων. Ο τουρισμός βασίστηκε στην δημοκρατικότητα του «κάθε οικοπεδάκι και ρουμ του λετ» και του «να αρμέξουμε τους κουτόφραγκους». Το δημόσιο ως μεγάλος παροχέας αργομισθιών και «σε δουλειά να βρισκόμαστε» θέσεων υπήρξε εγγυητής μιας σταθερής ροής χρήματος προς ξόδεμα στην αγορά σε οσοδήποτε δύσκολη περίοδο. Όσο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις -πέραν των τουριστικών-, αποτέλεσαν έναν βολικό μηχανισμό ρύθμισης της κυκλοφορίας του χρήματος. Όλα αυτά όμως συνέβαιναν, σύμφωνα με την στρατιωτική αργκό, «παλιά, στο Τέξας».

Το πρώτο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η προσωπική επιχείρηση στο χώρο της λιανικής πώλησης και μιας γκάμας υπηρεσιών τείνει να εξαφανιστεί. Σε απλά ελληνικά, χιλιάδες μικρομεσαίες, οικογενειακές και μη, επιχειρήσεις έχουν βάλει λουκέτο, από το τυροπιτάδικο που έκλεισε για χάρη του Γρηγόρη ή του Everest, μέχρι το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά που έγινε Γερμανός/ Ηλεκτρονική Αθηνών κλπ.

Αντίστοιχα, η τουριστική οικονομία αφορά πλέον ξενοδοχειακά συγκροτήματα, μεγαθήρια στα οποία τα γκρούπ των τουριστών μπαίνουν, περνούν τις διακοπές τους και βγαίνουν για να πάνε στο αεροδρόμιο. Ενδιάμεσα, θα κάνουν σποραδικές εκδρομές με το λεωφορείο σε δυο-τρία αξιοθέατα και προεπιλεγμένα μέρη.

Με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό οι έλληνες γίνονται υπάλληλοι πολυεθνικών ή και ντόπιων αλυσίδων (των οποίων τα κέρδη επενδύονται και αποθησαυρίζονται στο εξωτερικό, κατά την προαιώνια παράδοση του ελληνικού «εθνικού» κεφαλαίου).
Όσοι δεν έγιναν ακόμα υπάλληλοι είτε έβαλαν ήδη λουκέτο είτε φυτοζωούν χρεωμένοι και δανειζόμενοι. Το τι σημαίνει αυτό για αυτό που ονομάζουμε ευφημιστικά εθνική οικονομία είναι κατανοητό. Άλλο με απασχολεί καθώς ρουφάω το frappuccino μου. Τι επιπτώσεις έχουν όλα αυτά στον τρόπο ζωής μας...

Αν πιστέψουμε τον Μαρξ, ο τρόπος παραγωγής επηρεάζει άμεσα το πολιτιστικό «εποικοδόμημα». Αν τολμήσουμε να επεκτείνουμε το σκεπτικό στον τρόπο λιανικής πωλήσεως και παροχής υπηρεσιών, θα πρέπει να περιμένουμε να αλλάξουν πολλά στη ζωή μας. Δεδομένου ότι οι εργασιακές μας σχέσεις θα είναι παρόμοιες με αυτές των Γερμανών ή των Άγγλων, για παράδειγμα, λέτε να παρατήσουμε το τάβλι για το bridge; Το γιαχνί για το σούσι; Το «πάω αργά γιατί βιάζομαι» για το στρές και την κατανάλωση πολυβιταμινών; Την επαγγελματική ασφάλεια για την κινητικότητα και την ενοικίαση εργαζομένων; Τα μεταπολιτευτικά πολιτικά πάθη για την ψυχρή διαχείριση; Τον Πικιώνη για τον Καλατράβα; Τον Στράτο Διονυσίου για κάποιον τυχάρπαστο τηλεοπτικό σταρ; Τα θερινά με τα cineplex; Την φραπεδούμπα με τον frappuccino; Ρε, μπας και ήδη...

Δεν ξέρω αν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Σίγουρα όμως θα γίνουμε υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών και των απανταχού μεγαλο-αφεντικών. Αν, σύμφωνα με την κλασσική κριτική, ο έλληνας υπάλληλος σε κατάστημα έδειχνε υπερόπτης λες και ήταν καμωμένος για σπουδαιότερα πράγματα, θα πρέπει να πούμε ότι είχε δίκιο. Ήταν όντως καμωμένος για σπουδαιότερα πράγματα, όπως είναι ο καθένας μας. Κατανοούσε, γιατί προέρχονταν από αριστοκρατική παράδοση, ότι η δουλειά και η δουλεία δεν διαφέρουν παρά μόνο στον τόνο, όταν η δουλειά είναι να πουλάς σώβρακα ή να σερβίρεις ματσωμένα γερμανικά χοντρογούρουνα. Όπως και για τους Ρωμαίους, για μας η αρετή ήταν πάντα στο otium (άντε και στο bellum). Αυτό, δηλαδή, παλιά. Στο Τέξας. Τώρα θα πουλάμε σκατουλάκια μέηντ ην τσάινα χαμογελώντας σαν το νευρόσπαστο στον πελάτη και την κάμερα του εργοδότη.

Η ειρωνία είναι πως οι ίδιοι που καταστρέφονται οικονομικά και πολιτιστικά από τις μεγαλο-αλυσίδες αποτελούν την πιστότερη πελατεία τους. Για τον καταναλωτή ένας νόμος υπάρχει, η χαμηλότερη τιμή. Όλα τα άλλα παραμερίζονται, περιλαμβανωμένου του βιώσιμου μέλλοντος. Ποιός μπορεί να παραπονεθεί όμως, όταν ένα γκατζετάκι όπως αυτό κοστίζει μόνο 39Ε;