Μας βγήκε η πίστη...
Ο Θας, του ιστολογίου Vita Moderna, σχολιάζει την θαυματολογία των ημερών και το σχετικό κείμενο που παρέθεσα. Δυστυχώς, διαφωνώ πλήρως. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω πως και σε τί.Καταρχήν βλέπω μια θεολογική σύγχυση, η οποία ξεκινάει με την επίκληση του Θύμιου Καρακατσάνη (of all people), και την δήλωση του πως "η ανάγκη δεν παράγει ήθος". Σχολιάζει ο Θας πως η ανάγκη εκβιάζει την "μετάνοια" και σύρει τον άνθρωπο στην πίστη, ως εκ τούτου δεν συνιστά "ελεύθερη προαίρεση". Ως παράδειγμα δίνει τον "εξωτερικό καταναγκασμό" που συνιστά ένα θαύμα.
Από τις δύο χθεσινές θαυματουργές εκπομπές, συγκράτησα την εύστοχη παρατήρηση του Θ. Καρακατσάνη ότι η ανάγκη δεν παράγει ήθος. Η διατύπωσή του απαντούσε έμμεσα στην συνήθη εισαγωγική διευκρίνιση όλων των καλεσμένων ότι σέβονται την ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν. Αν όμως πρόκειται απλώς για ανάγκη και όχι για ελεύθερη προαίρεση, αν ασκείται εσωτερικός καταναγκασμός (εξαιτίας του φόβου του θανάτου) ή εξωτερικός (όπως στην περίπτωση του θαύματος), τότε η περίφημη μετάνοια (ως μεταστροφή του νοός) εκβιάζεται και ο άνθρωπος απλώς «σύρεται» στην πίστη. Προφανώς ο Θεός δεν έχει ανάγκη οπαδών. Αντιθέτως, απ’ όσο ξέρω, η Εκκλησία ευαγγελίζεται την κοινωνία της αγάπης των ελευθέρων προσώπων.
Συνεπώς το θαύμα μπορεί να νοηθεί μόνο ως «σημείο» που σημαίνει και όχι ως ανατροπή της φυσικής τάξης δίκην ζογκλερισμών. Αν κουνιέται το καντήλι και δακρύζει η εικόνα στο σουβλατζίδικο, ο Θεός πρέπει να έχει εξαιρετικά σοβαρούς λόγους για να παραβιάζει τη φυσική τάξη -και την ελευθερία μας- κατ’ αυτόν τον τρόπο. Προσωπικά καταλήγω ότι όταν κάτι θυμίζει θεϊκό εφέ, σίγουρα δεν πρόκειται για θαύμα (που να έχει τουλάχιστον αποδέκτη ανθρώπους σαν εμένα· μπορεί να απευθύνεται σε άλλους αποδέκτες που το προσλαμβάνουν διαφορετικά, θα επανέλθουμε)
Υπάρχει εδώ μια αντιδιαστολή της "ανάγκης" ως προς την "ελεύθερη προαίρεση". Η ελεύθερη προαίρεση όμως, αν δεν μιλάμε για κάποια αφηρημένη φιλοσοφική έννοια, δεν είναι ελεύθερη εν κενώ. Ο άνθρωπος ζεί εν τω κόσμω, δηλαδή αγκαλιά με την ανάγκη. Η ανάγκη δεν αναιρεί την ελευθερία, για τον απλούστατο λόγο ότι η ανάγκη δεν αποφασίζει νομοτελειακά. Το να φοβάσαι τον θάνατο δεν σε κάνει αυτομάτως χριστιανό, όπως και η εξωτερική εμπειρία ενός θαύματος δεν σε μετατρέπει σε πιστό: ο Ιούδας είδε τόσα και τόσα θαύματα (και μάλιστα από πρώτο χέρι). Το να πιστεύεις για να απαλύνεις τον φόβο του θανάτου δεν σημαίνει απλά ότι φοβάσαι τον θάνατο: σημαίνει επίσης ότι μέσα σου βλέπεις τον Χριστό ως απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου, πράγμα που συνιστά τον κατεξοχήν ορισμό του ευ-αγγελίου.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος "σύρεται στην πίστη" μόνο αν μιλούσαμε για καταναγκασμό. Ο φόβος του θανάτου όμως δεν συνιστά καταναγκασμό, αποτελεί απλά πανανθρώπινο δεδομένο.
Λες πως αν κάτι "θυμίζει θεϊκό εφέ, σίγουρα δεν πρόκειται για θαύμα". Εδώ είσαι περισσότερο πιστός στον Μπερντιάγεφ (ή σε μια ανάγνωση του) παρά στον Χριστό και τους αγίους της χριστιανικής πίστεως, οι οποίοι επιτέλεσαν πολλά "θεϊκά εφέ". Το ίδιο το κεντρικό γεγονός της πίστης, η ανάσταση, είναι από μόνο του "θεϊκό εφέ". Η "παραβίαση της φυσικής τάξης" δεν συνιστά περιορισμό της ελευθερίας μας αλλά της φυλακής μας. Η φυσική τάξη (ανάμεσα στα άλλα: τα σκουληκιασμένα πτώματα και το μεγάλο εστιατόριο της Φύσεως) είναι η πτωτική τάξη, όχι ο "λίαν καλώς" κόσμος της δημιουργίας. Το θαύμα είναι η έκφραση της κατίσχυσης της θεϊκότητας επί της φυσικής τάξης. Αυτό που αγνοείται εδώ είναι πως και η ίδια η ύπαρξη του κόσμου (της καμηλοπάρδαλης, της Αβυσσηνίας ή της μελιτζάνας) και των φυσικών νόμων συνιστά επίσης θαύμα, δηλαδή συνιστά μια αλλαγή της φυσικής τάξεως. Αν πιστέψουμε τα χριστιανικά κείμενα η αρχική "φυσική τάξη" ήταν το κενό και το χάος, όχι η βαρύτητα και το υδρογόνο.
Το Μπερντιαγεφικό απόσπασμα περί "υπαρξιακού χώρου" μπορεί να αναγνωστεί (και νομίζω ότι αυτό κάνεις) ως μια πνευματική και υπαρξιστική εκδοχή του χριστιανισμού, κάτι ανάμεσα σε Ξενοφάνη και Γιάσπερς. Απουσιάζει η συνάντηση με το πρόσωπο, η οποία δεν είναι φαινόμενο του "υπαρξιακού χώρου", ήτοι αυτιστικό, αλλά πραγματική συνάντηση, όπως με τον φίλο μας τον Μπάμπη.
Γράφεις, αμέσως μετά το παράθεμα του Μπερντιάγεφ: "Μπορούμε τελικά να δεχθούμε ότι ο Θεός είναι μια πραγματικότητα μόνο επειδή αυτό έχει ένα υπαρξιακό νόημα για μας και όχι επειδή υπάρχει ως αντικειμενική παρουσία στον κόσμο. Μιλάμε πάντα (κατά τον Μπερντιάγεφ) για τον Θεό ως πραγματικότητα που αναδύεται εντός μας και αφορά στην επίτευξη ενός ανώτατου ανθρωπισμού- αυτό είναι το θείο στον άνθρωπο και έτερον ουδέν.". Αυτό δεν είναι χριστιανισμός (όχι απλά δεν είναι ορθόδοξος: ούτε καν προτεσταντικός). Αμφιβάλλω αν είναι καν θεμιτή ανάγνωση του Μπερντιάγεφ. Σίγουρα πάντως δεν προκύπτει από το απόσπασμα της σελ. 150 περί "δύναμης".
Το θαύμα δεν σημαίνει ότι ο θεός "κυβερνά". Αποτελεί ένα σημείο, δηλαδή κομμάτι μιας συζήτησης, όχι μια διαταγή.
Λυπάμαι που το λέω- ελπίζω ότι δεν προσβάλλω τον bfo που το ανέβασε και του οποίου τη διάθεση να αντιστρατεύεται όσα εκείνος θεωρεί "προοδευτικά στερεότυπα" σέβομαι- αλλά ο συντάκτης του κειμένου συνοψίζει (άθελά του μάλλον) το πρόβλημα ενός λόγου που υποτίθεται ότι εδράζεται στην εκκλησιαστική εμπειρία αλλά σπάνια αναφέρεται στην πίστη καταφατικά (ή έστω αποφατικά). Αντίθετα, ως λόγος κινούμενος στην περιφέρεια του ζητήματος και λαλίστατος ως προς τα εθνοπατριωτικά, κατασκευάζει την εικόνα μιας διωκόμενης εκκλησίας στους σύγχρονους καιρούς, συγχέοντας σκόπιμα το καθίδρυμα (και την ιεραρχία του) με το σώμα των πιστών. Πρόκειται για έκπτωση του βιώματος σε ιδεολογία, όπως σημειώνουν οι συνήθεις εισαγωγές στην (ορθόδοξη) πίστη ή αλλιώς, για εκκοσμίκευση της εκκλησίας.
Νομίζω πως δεν είναι ένα καλό κείμενο αυτό του Φαρμάκη, γιατί οι προθέσεις του γίνονται αμέσως φανερές. Υποτίθεται ότι αναφέρεται στη δυνατότητα των προσώπων να βλέπουν το θαύμα αλλά η στόχευση είναι άλλη. Η αναφορά στα φωτοβόλα πρόσωπα γίνεται μόνο για να διεγερθεί το θυμικό του αναγνώστη και να αποδοθούν εξ ανακλάσεως τα χαρακτηριστικά του σκότους στους συνασπισμένους νεοταξικούς. Ο συντάκτης του, συγκροτεί αυθαίρετα τους αντίπαλους στρατούς και υπερασπιζόμενος τα χαρακτηριστικά (πίστη, ευλάβεια, αθωότητα, διάνοιξη) μιας ομάδας σε διωγμό, στήνει αόρατες μάχες για τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν ειδοποιηθεί. Θέλω να πω πως ούτε οι προσκυνητές συμμετέχουν σε καμιά διαδήλωση δικαιωμάτων της πίστης τους ούτε κανένας (τρέμων) νεοταξίτης μηδενιστής θέλει το κακό τους. Η υποτιθέμενη απαγόρευση του θαύματος δια νόμου αποτελεί εφεύρημα και αφηγηματική τεχνική του γράφοντος.
Βλέπεις τις "αφηγηματικές τεχνικές" αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι την σημασία τους. Ότι δηλαδή συνιστούν ένα λόγο όχι ορθολογικά διαχειριστικό του ζητήματος αλλά λυρικά και συμβολικά φορτισμένο, που θα πρέπει να διαβαστει ως ποίημα, όχι ως δοκίμιο. Νομίζω ότι καταγγέλεις τις αφηγηματικές τεχνικές ως "παραπλανητικές" βασισμένος στην κλασσική δυτική παρεξήγηση η οποία θέλει τον ποιητικό λόγο να μη συνιστά επιχειρηματολογία. Πρόκειται για μια παρεξήγηση εν πολλοίς άγνωστη στους αρχαίους έλληνες όπως και στους Πατέρες (άγνωστη υπήρξε εξάλλου και στην σκέψη της Άπω Ανατολής).
Λες: "Θέλω να πω πως ούτε οι προσκυνητές συμμετέχουν σε καμιά διαδήλωση δικαιωμάτων της πίστης τους ούτε κανένας (τρέμων) νεοταξίτης μηδενιστής θέλει το κακό τους.". Με την απλοϊκή έννοια ότι δεν κρατάνε πλακάτ, όχι, δεν συμμετέχουν σε διαδήλωση δικαιωμάτων της πίστης τους. Αλλά μόνο με αυτήν την απλοϊκή έννοια. Δεν είναι δύσκολο να δεί κανείς ότι το να συμμετέχεις στο προσκύνημα αποτελεί ένα σημείο, στέλνει ένα μύνημα: το μήνυμα της πίστης στο θαύμα. Εν μέσω γενικευμένης εκκοσμίκευσης, αναγωγής της πίστης σε πνευματικοποιημένο υπαρξιακό ζήτημα, αθεϊστικών χλευασμών και επιστημονικής λοιδωρίας, το μύνημα αυτό μπορούμε να το δούμε ως διαδήλωση.
Συνεχίζεις: "Η υποτιθέμενη απαγόρευση του θαύματος δια νόμου αποτελεί εφεύρημα και αφηγηματική τεχνική του γράφοντος.". Φυσικά ο γραφών δεν μιλάει για δια νόμου (!) απαγόρευση του θαύματος. Η "αφηγηματική τεχνική" την οποία ένιωσες την ανάγκη να επισημάνεις είναι η απλή και ταπεινή παρομοίωση. Ο κόσμος μας, και σίγουρα οι κονδυλοφόροι των ΜΜΕ, μοιάζει να επιβάλλει γενική απαγόρευση της πίστης στο θαύμα, με την ίδια έννοια που μοιάζει να απαγορεύει την αλληλεγγύη, την δημιουργικότητα, κλπ.
Παρακάτω: "ο συντάκτης του κειμένου συνοψίζει (άθελά του μάλλον) το πρόβλημα ενός λόγου που υποτίθεται ότι εδράζεται στην εκκλησιαστική εμπειρία αλλά σπάνια αναφέρεται στην πίστη καταφατικά (ή έστω αποφατικά)". Δεν αναφέρεται στην πίστη; Σωστότερο δεν θα ήταν να πούμε το αντίθετο; Ότι, δηλαδή, η πίστη αποτελεί τη μόνιμη προκείμενη του κειμένου του; Τόσο το δικαίωμα στην πίστη (που αποτελεί και το περιεχόμενο της μεταφοράς περί "διαδήλωσης") όσο και η πίστη ως προσωπική συνάντηση (που αποτελεί και το περιεχόμενο της παράθεσης των "φωταγωγημένων προσώπων").
Αντίθετα, ως λόγος κινούμενος στην περιφέρεια του ζητήματος και λαλίστατος ως προς τα εθνοπατριωτικά, κατασκευάζει την εικόνα μιας διωκόμενης εκκλησίας στους σύγχρονους καιρούς, συγχέοντας σκόπιμα το καθίδρυμα (και την ιεραρχία του) με το σώμα των πιστών.
Δεν βλέπω τέτοια σύγχυση στο κείμενο. Δεν είναι το καθίδρυμα (με την ιεραρχία του) που διώκεται, είναι το σώμα των πιστών το οποίο χλευάζεται ως οπισθοδρομικό, ναϊφ (sic) και εν τέλει απλό κορόϊδο της ιεραρχίας. Με το πρόσχημα εξάλλου της κριτικής στο "καθίδρυμα", εξαπολύεται ένας πόλεμος ενάντια σε στοιχειώδεις εκδηλώσεις του σώματος των πιστών, όπως η πίστη στο θαύμα και το προσκύνημα.
Κατ’ αρχάς ο χωρισμός του πληρώματος σε φωτισμένους πιστούς που έχουν πρόσβαση στο θαύμα (γιατί κυλούν μέσα τους οι χυμοί της ζωής) και σε στεγνωμένους διανοούμενους που κοιτάζουν ανήμποροι (δεν εξαιρεί τον εαυτό του, επίτηδες) αντιστρατεύεται κάθε έννοια εκκλησιαστικού ήθους.
Ώστε "αντιστρατεύεται κάθε έννοια εκκλησιαστικού ήθους";! Αν ψωνίζει κανείς εκκλησιαστικό ήθος από διανοούμενους, ίσως. Όπως και να έχει, ο χωρισμός σε "φωτισμένους πιστούς με πρόσβαση στο θαύμα" και "στεγνωμένους διανοούμενους" είναι μια διαχρονική και αναπόσπαστη παράμετρος του χριστιανικού ήθους, από την προτροπή να "είμαστε ως τα παιδιά" και το "μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι", ως τον αντιδιανοητισμό του Ντοστογιέφσκι και του Παπαδιαμάντη. Η ουσία της είναι η επίκληση του βιώματος και της προσωπικής σχέσης έναντι του διανοητισμού και της αναλύσεως.
Αντίθετα εδώ, όπως και στα περίφημα κηρύγματα του αρχιεπισκόπου, δεν υπάρχει συμπόνοια ή κατανόηση για μια εκδοχή της ζωής χωρίς θεό αλλά μια a priori στερεωμένη εικόνα των ανθρώπων σε σεσωσμένους πιστούς και σε μηδενιστές/ ψευτοδιανοούμενους / Συνασπιστές / Πασόκους / Νεοταξίτες.
Αυτό μου έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση. Αν κάποιος νιώθει φωτισμένος από ένα άλλο φως, αν όντως ζει επ’ ελπίδι αναστάσεως, πώς είναι δυνατόν να λοιδωρεί, να μέμφεται εκείνον που δεν τα κατάφερε;
Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που δεν βλέπεις τι πραγματεύεται το κείμενο: δεν μέμφεται εκείνον που δεν τα κατάφερε. Μέμφεται εκείνον που λοιδωρεί (από τηλεοράσεως, τύπου και ιστολογίων) εκείνους που τα κατάφεραν ή εκείνους που προσπαθούν να τα καταφέρουν. Εκείνους δηλαδή που μετατρέπουν το ότι δεν τα κατάφεραν σε σημαία και πρότυπο.
Πώς είναι δυνατόν να απασχολείται τόσο συστηματικά με τα έργα και τις ημέρες ενός κόμματος που με δυσκολία μπαίνει στη βουλή; Και εν πάση περιπτώσει αυτοί είναι οι φορείς της Νέας Τάξης στην Ελλάδα; Το συγκλονιστικό 3%, είναι σε θέση να επιβάλει απαγορεύσεις και διωγμούς; Είναι ας πούμε ο talos εκπρόσωπος αυτής της νεοταξ;
Η βουλή και το ποσοστό ελάχιστα έχει να κάνει. Άλλο η κυριαρχία στο ιδεολογικό και άλλο στο πολιτικό πεδίο (για παράδειγμα στην Ελλάδα η αριστερά έχασε τον εμφύλιο αλλά νίκησε στον ιδεολογικό χώρο). Εξάλλου ποιός είπε ότι η νεοτάξ εξαντλείται στο χώρο του Συνασπισμού; (φυσικά, όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται).
Μπερδεύεις τέλος τις απογορεύσεις και τους διωγμούς με απαγορευτικούς νόμους και πραγματικές διώξεις. Η κύρια δράση των φορέων της νεοτάξ είναι στον ιδεολογικό χώρο. Όσο για την πραγματική επιβολή των νεοτάξ σχεδίων, εκεί υπάρχει αγαστή συνεργασία με τα πρασινομπλέ εκσυγχρονιστικά στρατόπεδα.
Να προσθέσω στο τέλος ότι στην όλη συζήτηση περί θαυμάτων, αλλά και σε ότι αφορά την σχέση θρησκείας και ελληνισμού (όχι από τον Θας, γενικά) μπερδεύονται δυο ζητήματα ξέχωρα μεταξύ τους, τα οποία συναντώνται μόνο εν μέρει ή ιδεατά. Το ζήτημα της θρησκευτικότητας / θρησκευτικής παράδοσης και το ζήτημα της πίστεως. Το να πιστεύει κανείς είναι μια προσωπική συνάντηση. Η τήρηση και η ευσέβεια προς μια θρησκευτική παράδοση όμως είναι άλλο πράγμα, επίσης σεβαστό ως πολιτισμικό δεδομένο. Η θρησκευτική παράδοση μεταφέρει κοσμοθεωρία και πολιτισμική θέαση η οποία είναι υπαρκτή και δρα όχι μόνο ελλείψει πίστεως αλλά και στην συνειδητή αθεϊα.
Για παράδειγμα, όταν ο Βέμπερ εντοπίζει την προτεσταντική ηθική στο πνεύμα του καπιταλισμού, δεν σημαίνει ότι αναφέρεται σε πιστούς προτεστάντες, καλβινιστές κλπ κεφαλαιοκράτες και αστούς. Απλά η σχετική κοσμοθεώρηση του προτεσταντισμού λειτουργεί ως ρέουσα πολιτισμική ατμόσφαιρα ακόμα και ελλείψει πίστεως. Κατ' αυτή την έννοια η επίθεση στην θρησκευτική παράδοση ενός λαού αποτελεί ταυτόχρονα επίθεση ενάντια στην πολιτιστική του ιδιοπροσωπεία, όχι απλά στο θέμα της θρησκείας αλλά σε όλα.
Ένα νεοτάξ κόλπο (που υποκρίνεται την κριτική στην πίστη "από τα αριστερά") είναι να καταγγέλεις την έλλειψη ειλικρινούς πίστεως, αγάπης, κλπ και ως εκ τούτου να κατηγορείς την θρησκευτική παράδοση και τις εκδηλώσεις της. Όπως είπα, άλλο το ένα, άλλο το άλλο, αν και ιδεατά συναντώνται. Ένας λαός έχει δικαίωμα να τιμά την θρησκευτική του παράδοση και αυτή να παίζει ρόλο στον πολιτισμό του, ακόμα και αν δεν την πιστεύει εις έκαστος πλήρως και αγαπητικά. Πόσο μάλλον όταν είναι οι αμαρτωλοί, οι ψευτο-πιστοί κλπ που χρήζουν προσκυνήματος στο θαύμα, δηλαδή όλοι εμείς, μηδενός εξαιρουμένου.