Δημοσιεύθη:
21.2.06 @ 12:55 π.μ.
Ετικέτες:




 

Προς όσους δεν ξεγελιούνται εύκολα

Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Τομ Στόπαρντ, "The Real Thing". Η ηρωϊδα, Άννυ, στηρίζει τον φυλακισμένο για συμμετοχή σε επεισόδια εναντίον αστυνομικών Μπρόντυ. Βρισκόμαστε στο σημείο όπου η Άννυ προσπαθεί να πείσει το συγγραφέα συζυγό της, Χένρυ, να βοηθήσει τον Μπρόντυ με το θεατρικό έργο που ο τελευταίος γράφει σχετικά με την φυλάκιση του.

ΑΝΝΥ: Απλά, θέλει λίγο στρώσιμο.

ΧΕΝΡΥ: Έχεις ξεφύγει.

ΑΝΝΥ: Ζηλεύεις.

ΧΕΝΡΥ: Ποιόν, τον Μπρόντυ;

ΑΝΝΥ: Όχι, την ιδέα του "συγγραφέα". Θέλεις να την διατηρήσεις ιερή, ξεχωριστή, κάτι το οποίο λίγοι αγγίζουν. Κάποιοι έχουν το χάρισμα, άλλοι όχι. Ορισμένοι μπορούν και γράφουν οι ίδιοι, για κάποιους γράφουν οι άλλοι. Αυτό που σε ενοχλεί στον Μπρόντυ είναι πως δεν γνωρίζει την θέση του. Λες ότι δεν μπορεί να γράψει όπως ένας αρχισερβιτόρος θα έλεγε "δεν μπορείς να μπείς εδώ χωρίς γραβάτα". Μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να συνταιριάξει λέξεις. Τι το σπουδαίο υπάρχει στο να μπορείς να συνταιριάζεις λέξεις;

ΧΕΝΡΥ: Παραδοσιακά θεωρείται προσόν για ένα συγγραφέα.

ΑΝΝΥ: Δεν είναι συγγραφέας. Είναι φυλακισμένος. Εσύ είσαι συγγραφέας. Γράφεις επειδή είσαι συγγραφέας. Γράφεις για κάτι, πρέπει να σκεφτείς κάτι να γράψεις μόνο και μόνο για να συνεχίσεις το γράψιμο. Λίγες ακόμη καλοδιαλεγμένες λέξεις συνταιριασμένες. Και λοιπόν; Γιατί να είναι αυτό το κριτήριο; Ποιός το λέει;

ΧΕΝΡΥ: Κανείς δεν το λέει. Απλά είναι καλύτερα έτσι.

ΑΝΝΥ: Φυσικά και είναι. Αν διδάξεις στον κόσμο τι να εκτιμά ως καλό γράψιμο, καταλήγεις με τον κόσμο να θεωρεί ότι γράφεις καλά. Ξαφνικά, εμφανίζεται κάποιος έξω απ' το παιχνίδι, κάποιος όπως ο Μπρόντυ, ο οποίος έχει όντως κάτι να γράψει, κάτι πραγματικό, και εσύ δεν μπορείς να το εκτιμήσεις. Ε, ούτε αυτός μπορεί να εκτιμήσει τα δικά σου έργα, οπότε; Για εσένα, ο Μπρόντυ δεν ξέρει να γράφει. Για τον Μπρόντυ, εσύ μόνο να γράφεις ξέρεις.

ΧΕΝΡΥ: Για τ' όνομα του Θεού, Άννυ, αρχίζεις και με εκνευρίζεις. Υπάρχει κάτι το τρομακτικό στην διαυγή ηλιθιότητα. Μπορώ να αντιμετωπίσω έναν ηλίθιο ή ένα σοβαρό επιχείρημα, αλλά εσένα δεν ξέρω πως να σε αντιμετωπίσω. Που είναι το ρόπαλο του κρίκετ μου;

ΑΝΝΥ: Το ρόπαλο του κρίκετ;

ΧΕΝΡΥ: Ναι. Είναι μια νέα τακτική. [Πάει προς το χωλ]

ΑΝΝΥ: Μου κάνεις πλάκα;

ΧΕΝΡΥ: Όχι, σοβαρά μιλάω. [Πηγαίνει, καθώς εκείνη τον παρακολουθεί με δυσπιστία.
Επιστρέφει με ένα παλιό ρόπαλο του κρίκετ.]

ΑΝΝΥ: Το καλό που σου θέλω...

ΧΕΝΡΥ: Λοιπόν, χαζούλα—

ΑΝΝΥ: Μην τολμήσεις—

ΧΕΝΡΥ: Σκάσε και άκου. Τούτο εδώ, το οποίο μοιάζει με ένα ξύλινο ραβδί, είναι στην πραγματικότητα πολλά κομμάτια ενός συγκεκριμένου είδους ξύλου, βαλμένα μαζί με μαεστρία κατά τέτοιο τρόπο ώστε το σύνολο να πάλλεται, σαν πάτωμα αίθουσας χορού. Χρησιμεύει στο να χτυπάς μπάλες του κρίκετ. Αν η κατασκευή του πετύχει, με ένα ελαφρό σου χτύπημα και μόνο η μπάλα θα πετάξει 100 μέτρα σε τέσσερα δευτερόλεπτα, βγάζοντας έναν ήχο πέστροφας που πετάει [χτυπάει την γλώσσα του για να μιμηθεί τον ήχο]. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να γράψουμε ρόπαλα του κρίκετ, έτσι ώστε όταν πετάμε στον αέρα μια ιδέα και της ρίχνουμε ένα ελαφρύ χτύπημα, να μπορέσει ίσως να ... ταξιδέψει ... [χτυπάει την γλώσσα του ξανά, και σηκώνει το χειρόγραφο του θεατρικού]. Αυτό που έχουμε εδώ τώρα είναι μια μάζα ξύλου, χοντρικά παρόμοιου σχήματος, η οποία παριστάνει το ρόπαλο του κρίκετ, αλλά που αν χτυπήσεις μια μπάλα με αυτήν η μπάλα θα πετάξει το πολύ για 3 μέτρα ενώ το ρόπαλο θα σου πέσει και θα τρίβεις τα πονεμένα χέρια σου φωνάζοντας "άουτς!". Το πρώτο ρόπαλο δεν είναι καλύτερο επειδή κάποιος λέει πως είναι καλύτερο, ή επειδή έστησε συνωμοσία η συνομοσπονδία κρίκετ ώστε να μην χρησιμοποιούνται καδρόνια στα ωραία της γήπεδα. Είναι καλύτερο απλά και μόνο επειδή είναι καλύτερο. Αν δεν με πιστεύεις, σου προτείνω να προσπαθήσεις να χτυπήσεις μια μπάλα με αυτό και να δείς τι θα γίνει. [διαβάζει από το έργο] "Είσαι παράξενο αγόρι, Μπίλυ, πόσο χρονών είσαι;" "Είκοσι, αλλά έχω ζήσει περισσότερο από όσο θα ζήσεις ποτέ". Άουτς, άουτς! [Ρίχνει το χειρόγραφο και χοροπηδάει σαν να χτύπησε, τρίβοντας τα χέρια του και φωνάζοντας "Άουτς". Η Άννυ τον παρακολουθεί ανέκφραστα ώσπου σταματάει].

ΑΝΝΥ: Σε μισώ.

ΧΕΝΡΥ: Εγώ σε αγαπώ. Είμαι ο δικός σου. Ο καλύτερος σου φίλος. Σε προσέχω. Είσαι η μοναδική.

ΑΝΝΥ: Ω, Χέν... Δεν μπορείς να βοηθήσεις;

ΧΕΝΡΥ: Τι περιμένεις από μένα να κάνω;

ΑΝΝΥ: Ε, να... να το κόψεις από δω και απο κεί... να το φτιάξεις...

ΧΕΝΡΥ: Να το κόψω και να το ράψω. Άκου που σου λέω, δεν μπορεί να γράψει καθόλου. Θα έπρεπε να το γράψω εγώ γι' αυτόν.

ΑΝΝΥ: Ε, τότε, γράψε το γι' αυτόν.

ΧΕΝΡΥ: Δεν μπορώ.

ΑΝΝΥ: Γιατί;

ΧΕΝΡΥ: Επειδή είναι μια σαχλαμάρα και μισή. Ο ρόλος της Μαίρης είναι το λιγότερο, είναι απλά κακογραμμένος. Εκεί όμως που ξεκινάει την εκστρατεία του ή μάλλον το κύρηγμα του, διακηρύσσοντας κάθε μπαγιάτικη αποκάλυψη σαν νεοφώτιστος, σαν ατρόμητος Κορτεζ που βγαίνει στον Ειρηνικό: ο πόλεμος γίνεται για το κέρδος, οι πολιτικοί είναι μαριονέτες, η βουλή είναι μια φάρσα, η δικαιοσύνη είναι απάτη, η ιδιοκτησία είναι κλοπή... Όλα είναι εδώ μέσα: το χρηματιστήριο, οι έμποροι όπλων, οι βαρώνοι του τύπου... Δεν ξεγελάει κανείς εύκολα τον Μπρόντυ: ο πατριωτισμός είναι προπαγάνδα, η θρησκεία είναι απάτη, η αφοσίωση αναχρονισμός... Σελίδες επί σελίδων με τέτοια. Διαβάζοντας το είναι σαν να περνάει από πάνω σου, σε αργή κίνηση, ένα περιπλανώμενο τσίρκο από αξιαγάπητους αμβλύνοες: ο παιδαγωγός-με-σώμα-από-λάστιχο, ο νάνος διανοούμενος, ο ανθρώπoς-με-όλες-τις-λύσεις...

ΑΝΝΥ: Είναι η κοσμοθεωρία του. Ίσως αν ήσουν στην θέση του να το έβλεπες με τον ίδιο τρόπο.

ΧΕΝΡΥ: Ή ίσως και να συνειδητοποιούσα σε ποια θέση βρίσκομαι. Ή τουλάχιστον να συνειδητοποιούσα το γεγονός ότι βρίσκομαι σε συγκεκριμένη θέση. Υπάρχει, υποθέτω, ένας κόσμος απο αντικείμενα με συγκεκριμένη μορφή, όπως αυτό το φλυτζάνι του καφέ. Το γυρίζω από την άλλη και δεν έχει χερούλι. Το αναποδογυρίζω και δεν έχει κοιλότητα. Αλλά υπάρχει εκεί έξω κάτι αληθινό το οποίο παραμένει πάντα φλυτζάνι με χερούλι. Η πολιτική, όμως, η δικαιοσύνη, ο πατριωτισμός -δεν είναι σαν τα φλυτζάνια. Δεν έχουν τίποτα αληθινό πέρα από την αντίληψη που έχουμε για αυτά. Επομένως αν προσπαθήσεις να τα αλλάξεις, σαμπως να υπάρχει όντως κάτι για να αλλάξεις, θα απογοητευτείς και η απογοήτευση θα σε κάνει βίαιο. Αν το έχεις κατά νου αυτό και προχωρήσεις ταπεινά, τότε ίσως να αλλάξεις τις αντιλήψεις των ανθρώπων ώστε να συμπεριφέρονται λίγο διαφορετικά ως προς τον άξονα της συμπεριφοράς όπου εντοπίζουμε την πολιτική ή την δικαιοσύνη. Αλλά αν δεν το έχεις υπόψη σου, τότε ενεργείς βασισμένος σε ένα λάθος. Έκφραση αυτού του λάθους είναι η προκατάληψη.

ΑΝΝΥ: Ή, τουλάχιστον, έτσι το αντιλαμβάνεσαι εσύ.

ΧΕΝΡΥ: Τέλος πάντων.

ΑΝΝΥ: Και το ποιός το έγραψε, γιατί το έγραψε, που το έγραψε -όλα αυτά δεν έχουν σημασία για σένα;

ΧΕΝΡΥ: Μην με ανακατεύεις με δαύτα. Δεν μετράνε. Ίσως ο Μπρόντυ αδικήθηκε, ίσως πάλι όχι, δεν ξέρω. Δεν έχει σημασία. Είναι ένας αγροίκος στα χωράφια της γλώσσας. Δεν μπορώ να βοηθήσω κάποιον που πιστεύει, -ή που νομίζει ότι πιστεύει-, πως το να συντάσσεις μια εφημερίδα είναι λογοκρισία ή ότι το να πετάς πέτρες είναι διαμαρτυρία ενώ το να κτίζεις πολυόροφα κτίρια αποτελεί κοινωνική βία, ή ότι μια δυσάρεστη δήλωση αποτελεί πρόκληση ενώ το να διακόπτεις τον ομιλητή αποτελεί έκφραση της ελευθερίας του λόγου... Δεν είναι σωστό να χρησιμοποιούμε τις λέξεις για τέτοιες ανοησίες. Οι λέξεις είναι αθώες, ουδέτερες, ακριβείς, σημαίνουν αυτό, περιγράφουν εκείνο, εννοούν το άλλο, έτσι ώστε αν τις προσέξεις να μπορείς να κτίσεις γέφυρες πέρα από την ακατανοησία και το χάος. Αλλά αν τις τσαλαπατάς δεν αξίζουν πια, και ο Μπρόντυ τις τσαλαπατάει χωρίς να το συνειδητοποιεί καν. Έτσι, κάθε τι που γράφει είναι φτιαγμένο στο πόδι. Είναι για τα σκουπίδια. Ένα έξυπνο παιδί αρκεί για να το καταρρίψει. Δεν πιστεύω ότι οι συγγραφείς είναι ιεροί: πιστεύω απλά πως οι λέξεις είναι. Πως αξίζουν το σεβασμό μας. Αν βάλεις τις κατάλληλες λέξεις στην σωστή σειρά μπορείς να ταρακουνήσεις ελαφρά τον κόσμο ή να σκαρώσεις ένα ποίημα το οποίο τα παιδιά θα απαγγέλουν προς τιμή σου όταν θα έχεις πια πεθάνει.

Τομ Στόπαρντ, όπως τον παραθέτει ο Ράσελ Μπελ