Των ημερώνε...
Η παρακμή και πτώση της Θεαματικής Εμπορευματικής-Οικονομίας
Από τις 13 έως τις 16 Αυγούστου του 1965, οι νέγροι του Λος Άντζελες εξεγέρθηκαν. Ένα περιστατικό ανάμεσα στην τροχαία και κάποιους πεζούς κατέληξε σε δυο μέρες αυθόρμητων συγκρούσεων. Οι δυνάμεις της τάξης, παρ’ όλες τις ενισχύσεις που έλαβαν, δεν κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο των δρόμων. Την τρίτη ημέρα, οι νέγροι είχαν οπλιστεί πλέον, σπάζοντας καταστήματα οπλισμού, και μπορούσαν έτσι να ανοίξουν πυρ στα αστυνομικά ελικόπτερα. Χρειάστηκαν τελικά χιλιάδες στρατιώτες —μία ολόκληρη μονάδα πεζικού υπό την κάλυψη τεθωρακισμένων— ώστε να παραδοθεί η περιοχή του Γουότς, και αρκετές ακόμη ημέρες συγκρούσεων στο δρόμο ώστε να τεθεί υπό έλεγχο. Οι εξεγερμένοι δεν δίστασαν να πλιατσικολογήσουν και να κάψουν τα μαγαζιά της περιοχής. Οι επίσημες αναφορές κάνουν λόγο για 32 νεκρούς, ανάμεσα τους 27 νέγροι, 800 τραυματίες και 3,000 συλληφθέντες.
Οι αντιδράσεις από όλες τις πλευρές ήταν εξαιρετικά διαφωτιστικές: η επαναστατική πράξη πάντα αποκαλύπτει την ουσία των προβλημάτων, δίνοντας μια ασυνήθιστη και ασυνείδητη αλήθεια στις διάφορες θέσεις των αντιπάλων της. Ο αρχηγός της αστυνομίας, Ουίλιαμ Πάρκερ, για παράδειγμα, αρνήθηκε κάθε μεσολάβηση που του προτάθηκε από τις διάφορες οργανώσεις των νέγρων, λέγοντας ορθά ότι οι εξεγερμένοι δεν είχαν αρχηγό. Προφανώς, καθώς οι μαύροι δεν είχαν αρχηγό, επρόκειτο για την στιγμή της αλήθειας και για τις δυο πλευρές. Τι ήθελε ο Ρόυ Ουίλκινς, γενικός γραμματέας της NAACP εκείνη τη στιγμή; Ζήτησε οι εξεγερμένοι να κατασταλλούν «με τη χρήση κάθε απαραίτητης δύναμης». Και ο Καρδινάλιος του Λος Άντζελες, ΜακΊνταϊρ, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε εντόνως, δεν διαμαρτυρήθηκε ενάντια στην δύναμη της καταστολής, όπως θα περίμενε κανείς με λεπτότητα να πράξει —δεδομένης της υποτιθέμενου «εκσυγχρονισμού» της Καθολικής Εκκλησίας. Αντίθετα, διαμαρτυρήθηκε όσο πιο έντονα γίνεται ενάντια στην «προσχεδιασμένη επίθεση ενάντια στα δικαιώματα του διπλανού μας, το σεβασμό στο νόμο και τη διατήρηση της τάξεως», ζητώντας από τους καθολικούς να αντιταχθούν στο πλιάτσικο και την προφανώς αδικαιολόγητη βία.
Όλοι οι θεωρητικοί και «εκπρόσωποι» της διεθνούς Αριστεράς (ή, της κατάντιας της) κατέκριναν την ανευθυνότητα και την αταξία, το πλιάτσικο και πάνω από όλα το γεγονός ότι όπλα και αλκοόλ ήταν ανάμεσα στους πρώτους στόχους του πλιατσικολογήματος, όπως και, τέλος, ότι οι εξεγερμένοι του Ουάτς είχαν ανάψει πάνω από 2,000 φωτιές για να φωτίσουν την μάχη τους και το πανηγύρι τους. Ποιος θα βρεθεί να υπερασπιστεί τους εξεγερμένους του Λος Άντζελες με τους όρους που τους αξίζουν; Ε, λοιπόν, θα το κάνουμε εμείς. Ας αφήσουμε τους οικονομολόγους να κλαίγονται για τα 27 εκατομμύρια δολάρια που χάθηκαν, τους πολεοδόμους για ένα από τα πιο όμορφα σουπερμάρκετ τους που κάηκε και τον ΜακΊντάϊρ για τον δολοφονημένο βοηθό αστυφύλακα. Ας αφήσουμε, τέλος, τους κοινωνιολόγους να θρηνούν για τον παραλογισμό και την μέθη αυτής της εξέγερσης. Δουλειά ενός επαναστατικού εντύπου δεν είναι μόνο να δικαιολογήσει τους επαναστατημένους του Λος Άντζελες, αλλά και να βοηθήσει να έρθουν στο φως τα πραγματικά τους κίνητρα: να εξηγήσει δηλαδή θεωρητικά την αλήθεια που αναζητούν μέσω της πρακτικής τους δράσης.
(…)
Μέχρι τώρα, οι διαδηλώσεις του κινήματος «Πολιτικών Δικαιωμάτων» των νέγρων είχαν κρατηθεί από τους ηγέτες του στα όρια ενός νομικού συστήματος που παραβλέπει την πλέον ανυπόφορη βία εκ μέρους της αστυνομίας και των ρατσιστών: στην Αλαμπάμα, για παράδειγμα, τον προηγούμενο Μάρτιο, την εποχή των διαδηλώσεων στο Μοντγκόμερι, λες και το σκάνδαλο των προηγούμενων επιθέσεων της αστυνομίας δεν ήταν αρκετό, μια κρυφή συμφωνία μεταξύ της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, του κυβερνήτη Ουάλας και του (Μάρτιν Λούθερ) Κίνγκ είχε οδηγήσει τους διαδηλωτές στην Σέλμα, στις 10 Μαρτίου, να κάνουν πίσω με την πρώτη προτροπή, καταφεύγοντας στην αξιοπρέπεια και την προσευχή. Έτσι, η αναμέτρηση την οποία επιζητούσε το πλήθος είχε περιοριστεί στο ψέμα μιας απλά δυνητικής αναμέτρησης. Εκείνη την στιγμή, η Μη-Βία είχε αγγίξει το αξιοθρήνητο όριο του θάρρους της: πρώτα κάθεσαι και δέχεσαι τα κτυπήματα του εχθρού και μετά επιδεικνύεις το ηθικό σου μεγαλείο έως του σημείου να τον γλυτώσεις από να ασκήσει περαιτέρω βία. Αλλά το βασικό είναι ότι το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, παραμένοντας στα πλαίσια του νόμου, δεν δημιουργούσε παρά νομικά προβλήματα.
Είναι βέβαια λογικό να επικαλεστεί κανείς το νόμο νόμιμα. Είναι όμως παράλογο να κάνεις νόμιμη επίκληση ενάντια σε μια ολοφάνερα παράνομη αδικία, λες και αυτή θα εξαφανίζονταν αν απλά την καταδείκνυαν. Γιατί είναι ολοφάνερο ότι η εξόφθαλμα και εξοργιστικά ολοφάνερη αδικία —από την οποία οι μαύροι ακόμα υποφέρουν σε πολλές Αμερικάνικες πολιτείες—, έχει τις ρίζες της σε μια κοινωνικό- οικονομική αντίφαση την οποία οι υπάρχοντες νόμοι απλά δεν μπορούν να αγγίξουν, και την οποία κανένα νομοθέτημα δεν θα μπορέσει να ξεφορτωθεί ενάντια στην θέληση στοιχειοδέστερων πολιτισμικών νόμων της κοινωνίας. Και είναι ενάντια σε αυτούς που οι νέγροι επιτέλους υψώνουν τις φωνές τους και ζητούν το δικαίωμα στη ζωή. Στην πραγματικότητα, ο Αμερικάνος μαύρος ζητάει την ολική κοινωνική επανάσταση —ή τίποτα.
Το πρόβλημα αυτής της ανάγκης για επανάσταση προκύπτει από μόνο του από την στιγμή που οι μαύροι αρχίζουν να χρησιμοποιούν επαναστατικά μέσα. Η μετάβαση σε τέτοιες πρακτικές συμβαίνει στο επίπεδο της καθημερινής τους ζωής, εμφανιζόμενο ταυτόχρονα ως η πλέον τυχαία και η πλέον δικαιολογημένη εξέλιξη. Το ζήτημα δεν είναι πλέον η κατάσταση του Αμερικάνου μαύρου, αλλά η κατάσταση της Αμερικής —ακόμα και αν είναι οι μαύροι που τυχαίνει να το θέτουν πρώτοι. Δεν επρόκειτο για φυλετική σύγκρουση: οι εξεγερμένοι άφησαν τους λευκούς που ήταν στο διάβα τους απείραχτους, επιτιθέμενοι μόνο στους λευκούς αστυνομικούς. Αντίστοιχα, η μαύρη αλληλεγγύη δεν επεκτάθηκε στους μαύρους καταστηματάρχες, ούτε καν στους μαύρους οδηγούς αυτοκινήτων. Ακόμα και Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, στο Παρίσι τον περασμένο Οκτώβριο, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι η κατάσταση ξεπερνούσε την ειδικότητα του: «Δεν είναι φυλετικές εξεγέρσεις αυτές», είπε, «αλλά ταξικές».
Η εξέγερση του Λος Άντζελες ήταν μια εξέγερση ενάντια στα καταναλωτικά προϊόντα, μια εξέγερση εργατών καταναλωτών υποδουλωμένων στο αξιακό σύστημα της κατανάλωσης. Οι μαύροι του Λος Άντζελες —όπως οι νεαροί παραβατικοί όλων των ανεπτυγμένων χωρών, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό καθώς πρόκειται για μια τάξη χωρίς μέλλον παγκόσμια, μια μερίδα του προλεταριάτου ανίκανη να πιστέψει στην ευκαιρία της ενσωμάτωσης και της προαγωγής— παίρνουν την σύγχρονη καπιταλιστική προπαγάνδα κυριολεκτικά, με το θέαμα τής της αφθονίας.
Θέλουν να κατέχουν άμεσα όλα τα αντικείμενα που τους δείχνουν και τους παρουσιάζουν ως αφηρημένα προσβάσιμα: θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν άμεσα. Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτουν τις αξίες της ανταλλαγής, την εμπορευματική—πραγματικότητα που είναι η μήτρα της, η αιτία ύπαρξης της και ο τελικός της σκοπός, ο οποίος έχει προκαθορίσει τα πάντα. Μέσω της κλοπής και της δωρεάς επανακτούν μια χρήση η οποία αποκαλύπτει άμεσα το ψέμα του καταπιεστικού ορθολογισμού του εμπορεύματος, αποκαλύπτοντας ότι η σχέση τους και η εφεύρεση τους είναι τυχαία και μη αναγκαία. Το πλιάτσικο στην περιοχή του Ουάτς ήταν η πλέον άμεση πραγματοποίηση της διττής αρχής: «Στον καθένα ανάλογα με τις (ψευδείς) ανάγκες του» —ανάγκες οι οποίες καθορίζονται και παράγονται από το οικονομικό σύστημα το οποίο απορρίπτει η πράξη του πλιάτσικου.
Αλλά το γεγονός ότι η διαφημίσεις της ευμάρειας παίρνονται τοις μετρητοίς και πραγματοποιούνται άμεσα αντί να επιδιώκονται αενάως στα πλαίσια της αλλοτριωμένης εργασίας και εν όψει ολοένα αυξανόμενων αλλά απλησίαστων κοινωνικών αναγκών —αυτό το γεγονός σημαίνει ότι οι πραγματικές ανάγκες εκφράζονται στην γιορτή, την κατάφαση του παιχνιδιού και το πότλατς της καταστροφής. Εκείνος που καταστρέφει εμπορεύματα δείχνει την ανθρώπινη του υπεροχή έναντι των εμπορευμάτων Απελευθερώνει τον εαυτό του από τις τυχαίες μορφές που επισκιάζουν τις πραγματικές του ανάγκες. Οι φλόγες στο Ουώτς έκαψαν το σύστημα της κατανάλωσης!
Η κλοπή τεραστίων ψυγείων από ανθρώπους χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, ή με κομμένο το ρεύμα, αποτελεί την καλύτερη μεταφορά για το ψέμα της αφθονίας που μετατρέπεται σε αλήθεια στην διάρκεια του παιχνιδιού. Εφόσον δεν έχει πλέον αγοραστεί, το εμπόρευμα επιδέχεται πλέον κριτική και τροποποίηση, σε όλες τους τις μορφές. Μόνο εφόσον πληρώνεται με χρήμα, σαν ένα status symbol της επιβίωσης, μπορεί να λατρεύεται φετιχιστικά. Το πλιάτσικο είναι η φυσική απάντηση στην κοινωνία της αφθονίας: η αφθονία όμως, δεν είναι κατά κανένα τρόπο φυσική ή ανθρώπινη —είναι απλά η αφθονία των εμπορευμάτων. Το πλιάτσικο, ακόμα, μια και καταστρέφει τα εμπορεύματα ως εμπορεύματα, αποκαλύπτει την ύστατη υπεράσπιση τους, δηλαδή το στρατό, την αστυνομία και τις άλλες ειδικευμένες οργανώσεις που κατέχουν το μονοπώλιο της δύναμης στο Κράτος. Τι είναι ένας αστυνομικός; Είναι ο ενεργός υπηρέτης του εμπορεύματος, ο άνθρωπος που έχει ολοκληρωτικά αφοσιωθεί στο εμπόρευμα, αυτός που δουλειά του είναι να εξασφαλίζει ότι ένα προϊόν της ανθρώπινης εργασίας παραμένει εμπόρευμα, δηλαδή ότι έχει την ιδιότητα να ανταλλάσσεται με χρήμα, αντί να είναι π.χ. ένα απλό ψυγείο ή όπλο —ένα απλό αντικείμενο, το οποίο παθητικά περιμένει τον πρώτο που θα έρθει να το χρησιμοποιήσει. Πέρα και πάνω από την αναξιοπρέπεια του να στηρίζεσαι σε έναν αστυνομικό, οι μαύροι απορρίπτουν την αναξιοπρέπεια του να στηρίζεσαι στα εμπορεύματα.
Η νεολαία του Ουάτς, μη έχοντας μέλλον με τους όρους της αγοράς, κατάλαβε άλλη μια πραγματικότητα του παρόντος, και η αλήθεια αυτή ήταν τόσο ελκυστική που τράβηξε όλον τον πληθυσμό, άνδρες, γυναίκες, παιδιά —ακόμα και κοινωνιολόγους που έτυχε να βρίσκονται εκεί. Μια νεαρή μαύρη κοινωνιολόγος, η Μπόμπι Χόλον, είχε δηλώσει τα εξής στην Χέραλντ Τρίμπιουν τον Οκτώβριο: «Πριν ο κόσμος ντρέπονταν να πει ότι είναι από το Ουάτς. Το έλεγαν μέσα απ’ τα δόντια. Τώρα το δηλώνουν με περηφάνια. Αγόρια που πριν τριγύριζαν με τα πουκάμισα τους ανοικτά και που μπορεί να σου έβγαζαν μαχαίρι στο λεπτό, έρχονταν εδώ κάθε πρωί. Οργάνωναν την διανομή του φαγητού. Βέβαια, δεν έχει νόημα να υποκριθούμε ότι το φαΐ δεν προέρχονταν από πλιάτσικο… Όλα αυτά τα χριστιανικά μπλά μπλά έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό ενάντια στους νέγρους. Ακόμα και αν πλιατσικολογούσαν για δέκα χρόνια και πάλι δεν θα είχαν ισοφαρίσει τα μισά από τα χρήματα που τους έχουν κλέψει τόσα χρόνια… Εγώ, είμαι απλά ένα μικρό μαύρο κορίτσι». Η Μπόμπι Χόλον, η οποία ορκίστηκε να μην πλύνει το αίμα που κάλυψε τα σανδάλια κατά την εξέγερση, πρόσθεσε: «Όλος ο κόσμος είναι στραμμένος στο Ουάτς τώρα».
(…)
Θέλοντας να συμμετάσχουν πραγματικά και άμεσα στην αφθονία —η οποία αποτελεί άλλωστε επίσημη αξία για κάθε Αμερικάνο— απαιτούν την εξισωτική πραγματοποίηση του Αμερικανικού θεάματος της καθημερινής ζωής: απαιτούν να δοκιμαστούν οι ήμι—παραδεισένιες ήμι—γήινες αξίες του θεάματος. Είναι όμως βασικό χαρακτηριστικό του θεάματος ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, άμεσα ή εξισωτικά: ούτε καν για τους λευκούς. Παίρνοντας λοιπόν τοις μετρητοίς το καπιταλιστικό θέαμα, οι μαύροι ήδη το απορρίπτουν. Το θέαμα είναι ένα ναρκωτικό για σκλάβους. Δεν πρέπει να το λάβει κανείς κυριολεκτικά, αλλά να το ακολουθεί από μικρή απόσταση. Αν δεν υπήρχε αυτή η μικρή έστω απόσταση θα ήταν σκέτο κουκούλωμα. Η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα στις ΗΠΑ οι λευκοί είναι σκλάβοι των εμπορευμάτων ενώ οι μαύροι τους αντιτίθενται. Οι μαύροι ζητούν περισσότερα από τους λευκούς —αυτός είναι ο πυρήνας ενός άλυτου προβλήματος, ή μάλλον ενός που λύνεται μόνο μέσα από την διάλυση του λευκού κοινωνικού συστήματος. Γι’ αυτό και οι λευκοί που θέλουν να απελευθερωθούν από την σκλαβιά τους πρέπει να βοηθήσουν τον αγώνα ων μαύρων, όχι ως φυλετικά αλληλέγγυοι φυσικά, αλλά σε μια παγκόσμια άρνηση των εμπορευμάτων, και, σε τελική ανάλυση, του Κράτους. Η οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση των μαύρων τους επιτρέπει να δούνε τι είναι στην πραγματικότητα ο λευκός καταναλωτής, και η περιφρόνησή τους για τον λευκό δεν είναι άλλη από την περιφρόνησή τους προς κάθε παθητικό καταναλωτή.
(…)
Ο ορθολογικός κόσμος που προέκυψε από την βιομηχανική επανάσταση απελευθέρωσε τα άτομα από τους τοπικούς και εθνικούς τους διαχωρισμούς και τα ένωσε σε μια παγκόσμια κλίμακα. Αρνείται όμως το Λόγο διαχωρίζοντας τα για άλλη μια φορά, σύμφωνα με μια υπόγεια λογική εκφρασμένη σε τρελές ιδέες και παράλογα συστήματα αξιών. Ο άνθρωπος, αποξενωμένος από τον κόσμο του, περιστοιχίζεται παντού από ξένους. Οι βάρβαροι δεν είναι πλέον στα άκρα του κόσμου, είναι δίπλα μας, εκβαρβαρισμένοι από την ίδια την γενική εξαναγκαστική συμμετοχή στην ιεραρχική κατανάλωση. Ο ανθρωπισμός που αποκρύβει αυτό το γεγονός αντιτίθεται στην ανθρωπότητα, και είναι η άρνηση της δραστηριότητας του και των επιθυμιών του. Είναι ο ανθρωπισμός των εμπορευμάτων, που εκφράζει την επιείκεια του παρασίτου, δηλαδή του εμπορεύματος, απέναντι στους ανθρώπους με τους οποίους τρέφεται. Για εκείνους που αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως αντικείμενα, τα αντικείμενα μοιάζει να αποκτούν ανθρώπινη ποιότητα, ενώ, αντίθετα, οι εκδηλώσεις της πραγματικής ανθρώπινης δραστηριότητας μοιάζουν με ασύνειδη ζωώδη συμπεριφορά. Έτσι, ο αρχί-ανθρωπιστής του Λος Άντζελες, ο Ουίλιαμ Πάρκερ, δηλώνει: «Άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν μαϊμούδες στο ζωολογικό κήπο».
Όταν οι αρχές της Καλιφόρνια κήρυξαν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, οι ασφαλιστικές εταιρίες δήλωσαν ότι δεν καλύπτουν ζημιές πέρα σε αυτή την κλίμακα: δεν εγγυώνται παρά μόνο της ζημιές της απλής επιβίωσης. Στο σύνολό τους, οι Αμερικάνοι νέγροι, μπορούν να είναι ήσυχοι ότι, εφόσον παραμένουν σιωπηλοί, η επιβίωση τους τουλάχιστον είναι εξασφαλισμένοι. Εξάλλου ο καπιταλισμός είναι τόσο κεντρικός και εδραιωμένος στις ΗΠΑ, ώστε μπορεί να δίνει «κοινωνικές παροχές» στους πλέον φτωχούς. Αλλά απλά επειδή είναι πίσω στην πρόοδο της κοινωνικά οργανωμένης επιβίωσης, οι μαύροι θέτουν τα προβλήματα της ζωής, και δεν ζητούν να επιβιώσουν αλλά να ζήσουν. Οι μαύροι δεν έχουν τίποτα δικό τους να ασφαλίσουν: έχουν να καταστρέψουν όλες τις μορφές της ασφάλειας και της ιδιωτικής ασφάλισης που γνωρίζουμε. Εμφανίζονται ως αυτό που πράγματι είναι: οι παντοτινοί εχθροί —όχι της πλειοψηφίας των Αμερικάνων, αλλά του αλλοτριωμένου τρόπου ζωής όλης της σύγχρονης κοινωνίας. Η πλέον ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα μας δείχνει το δρόμο που θα ακολουθηθεί παντού εκτός αν το σύστημα καταλυθεί.
Δεκέμβριος, 1965.
Καταστασιακή Διεθνής.
Πρόχειρη —επί ποδός— μετάφραση από τον υποφαινόμενο. Πολύ καλύτερη —αλλά όχι εύκαιρη— θα βρείτε από τον Γιάννη Ιωαννίδη, στις εκδόσεις Ύψιλον ("Το ξεπέρασμα τής τέχνης").
0 σχόλια: