Δημοσιεύθη:
29.5.08 @ 3:37 μ.μ.
Ετικέτες:




 

Ενάντια στο Μάη

Ο κάθε πικραμένος αριστερόζ ―όπως αποκαλώ τον οπαδό της ροζέ «προοδευτικής» αριστεράς του συστήματος― βρήκε αφορμή με τα σαραντάχρονα του Μάη ώστε να βγεί να μιλήσει με περισσή νοσταλγία για την «φοιτητική εξέργερση του ’68», την «φαντασία στην εξουσία» και όλη την γκάμα των σχετικών κοινοτοπιών. Αν είχα ένα ευρώ για κάθε αφόρητο κλισέ ευαίσθητου προοδευτικού που διάβασα ή άκουσα αυτό το μήνα θα έπιανα το Μάη στις Μπαχάμες.

Σύμφωνα με την μεθοδολογία που ακολουθούσε ο Μαρξ, είναι η κατάληξη που μας δίνει απαντήσεις για τις απαρχές και όχι το αντίστροφο. Έτσι, για να καταλάβουμε τι ήταν το ΠΑΣΟΚ του ’81 αρκεί να εξετάσουμε σε τι κατέληξε ―βράστα, δηλαδή. Αντίστοιχα, για να κατανοήσουμε τι υπήρξε ο Μάης του ’68, δεν θα πρέπει να πάρουμε τοις μετρητοίς τα συνθήματα και τις διακυρήξεις της εποχής, αλλά να δούμε την επίδραση τους στο σήμερα. Ως προς αυτό ο Μάης του ’68 υπήρξε ένα πρώτης τάξεως σχολείο και πειραματικό εργαστήρι πάνω στις νέες ιδεολογίες και τεχνικές διακυβέρνησης, που έκτοτε κυριάρχησαν.

Ο Μάης υπήρξε πράγματι η ταφόπλακα της αστικής κοινωνίας. Όχι όμως επειδή απεμπόλησε τον καπιταλισμό, αλλά επειδή εξαφάνισε, ως άχρηστους αρχαϊσμούς, όλα τα στοιχεία της αστικής ―και προαστικής― εποχής που δεν ήταν πλέον πρόσφορα σε συνθήκες μαζικής καταναλωτικής δημοκρατίας. Από αυτή την άποψη, ο Μάης υπήρξε η αφετηρία της σημερινής μας κατάντιας.

Όπως η αστική τάξη προηγήθηκε της Γαλλικής επανάστασης για να βγεί στο πολιτικό προσκήνιο μέσω αυτής, έτσι το 1968 υπήρξε η στιγμή όπου οι προυπάρχουσες μαζικοδημοκρατικές διεκδικήσεις βγήκαν στο προσκήνιο για να επεκταθούν σύντομα σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής. Όσο για το επαναστατικό, πολιτικό κομμάτι της εξέγερσης του Μάη, το γεγονός δηλαδή ότι αποτελούσε πρωτίστως μια εργατική απεργία αποσιωπήθηκε με τη σιωπηρή συγκατάθεση των «ηγετών» του κινήματος, προερχόμενων κυρίως από το χώρο των πανεπιστημίων. Ως προς αυτό, το 1968 υπήρξε πράγματι το έργο μιας πρωτοπορίας, αλλά επρόκειτο για την πρωτοπορία της αστικής διαχείρισης. Μιλάμε για όλους αυτούς τους μαθηματευόμενους οργανικούς διανοούμενους (κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, φιλόσοφοι, κριτικοί εως και διαφημιστές) οι οποίοι σε λίγες δεκαετίες μεταλλάχθηκαν σε πολύτιμα στελέχη της εξουσίας, μπολιάζοντας την με «αριστερή» ρητορική και know-how.

Στην Γαλλία η έννοια «soixante huitards» (εξεγερμένος του 68) κατέληξε να σημαίνει αυτόν που εξαργυρώνει τον αγώνα σε πολιτικό-κοινωνική εξουσία και φήμη (αρκεί να θυμηθούμε την πορεία του πλέον προβεβλημένου «ηγέτη» του κινήματος, Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, από τα οδοφράγματα στα έδρανα του ευρωκοινοβουλίου). Δεν πρόκειται, βέβαια, για αποκλειστικά γαλλικό φαινόμενο. Ανάλογη «εξ’ αριστερών» περιφρόνηση φέρει στις ΗΠΑ η έννοια του «Baby Boomer», η οποία συνδυάζει τους υποτιθέμενα βιώσαντες το ελευθεριακό κλίμα της δεκαετίας του εξήντα με την μετέπειτα κυνική εμπροσθοφυλακή του Ρηγκανισμού και των άπληστων 80s —χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ηγέτης του νεολαιίστικου κινήματος των Γίπις (Yippies) και μετέπειτα γιάπι, Τζέρυ Ρούμπιν. Στην Ελλάδα αντίστοιχο ρόλο έπαιξε, φυσικά, η περίφημη «γενιά του Πολυτεχνείου».

Ήδη οι εξεγερμένοι του Μάη γνώριζαν τι επρόκειτο να ακολουθήσει: «προσοχή, αφομοιωτές» προειδοποιούσε ένα σύνθημα της εποχής. Οι Καταστασιακοί, οι οποία αναγνωρίστηκαν αναδρομικά ως βασικοί ιδεολογικοί παράγοντες της εξέγερσης ήδη προειδοποιούσαν για το καρριερίστικο πνεύμα των «βεντετών» της εξέγερσης. Αυτό όμως είναι περιπτωσιολογία. Το σημαντικό είναι, πέρα από τις ατομικές περιπτώσεις και τους συμβιβασμούς —οι οποίοι άλλωστε αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό όλων των επαναστάσεων―, να εντοπίσουμε τι, μέσα στις διακυρήξεις και το πνεύμα του Μάη, υπήρξε τόσο καίριο και θελκτικό για την ανάπτυξη της μετέπειτα τάξης πραγμάτων. Δηλαδή τι στα συνθήματα και τις διακυρήξεις του Μάη προσφέρονταν από μόνο του, ή με ελάχιστη βοήθεια, προς επαναφομοίωση.

Αν το «ροκ εν ρολ» και η σχετική μυθολογία ήταν αποτέλεσμα της ανάδυσης της νεολαίας ως αγοραστικής δύναμης —η οποία απαιτούσε την αναγνώριση της και, μεταξύ άλλων, πολιτισμικά προϊοντα που να την «εκφράζουν», ο Μάης του ’68 υπήρξε η άρθρωση μιας νεολαιίστικής μαζικοδημοκρατικής κουλτούρας της κατανάλωσης με πολιτικούς πλέον όρους ―δεν είναι τυχαίο ότι συνδέεται σχεδόν πάντα με το «ροκ εν ρολ». Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που τα συνθήματα και οι στάσεις του Μάη, από το «ζήσε χωρίς νεκρούς χρόνους» μέχρι τη «φαντασία στην εξουσία» και το «πάρτε τις επιθυμίες σας για πραγματικότητα» απετέλεσαν τόσο γρήγορα και με τόση αποτελεσματικότητα υλικό των διαφημίσεων και της μαζικής κουλτούρας.

Τι προβάλλει το «ζήσε χωρίς νεκρούς χρόνους» από μια ηδονοθηρική θεώρηση της ζωής, όπου το άτομο έχει το ρόλο του «καταναλωτή εμπειριών»; Η πολιτική δράση, οι κοινωνικές σχέσεις και η κουλτούρα γρήγορα αποπέμπονται στο πυρ το εξώτερον, αφού απαιτούν υπομονή, «νεκρούς χρόνους» και τριβή των «επιθυμιών» πάνω στην πραγματικότητα και τις επιθυμίες των άλλων. Η στροφή της δεκαετίας του ’70 στην αυτοπραγμάτωση αυτό αντιπροσωπεύει.

Ο Ζαν Κλωντ Μισεά, στο βιβλίο του «Η εκπαίδευση της αμάθειας» (εκδόσεις Βιβλιόραμα), το θέτει ως εξής:

Στην περίπτωση των συνθηκών της Γαλλίας, τα γεγονότα του Μάη του ’68 ―αν βέβαια τα εξετάσουμε από την πλευρά που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης, δηλαδή από την κυρίαρχη πλευρά τους― αντιπροσωπεύουν την προνομιακή και εμβληματική στιγμή των σύγχρονων κοινωνιών. Υπήρξε η Μεγάλη Φιλελευθερο-Ελευθεριακή Επανάσταση, σύμφωνα με την έξοχη έκφραση του Σερζ Ζυλί (αλλά, στο στόμα του, εγκωμιαστική) που είχε αποτέλεσμα να απονομιμοποιήσει, με ένα σμπάρο και συλλήβδην, τις διάφορες μορφές της προκαπιταλιστικής κοινωνιακότητας. Στην πραγματικότητα, οι μορφές αυτές ήταν εξαιρετικά διαφορετικές ως προς την προέλευση και τη φύση τους, άνισης σπουδαιότητας, και για τους λόγους αυτούς σχημάτιζαν ένα ιστορικό και πολιτιστικό σύνολο που είναι αδύνατον να απλουστευτεί. Διακηρρύσσοντας προς πάσα κατεύθυνση τον εξισωτικό αρχαϊσμό τους, έδωσαν τα αναγκαία μέτρα για την ιστομερή εξαφάνιση τους εδώ και τώρα. Έτσι, χάρη σε μια από εκείνες της πανουργίες που απλόχερα χαρακτηρίζουν τον εμπορευματικό ορθό λόγο, η κατάλυση όλων των επικρατούντων πολιτιστικών προγραμμάτων στην αναντίρρητη εξουσία της Οικονομίας παρουσιάστηκε παραδόξως ως το πρώτο καθήκον της αντικαπιταλιστικής επανάστασης.

(...) Αποδεχόμενη ευλαβώς να υποταχθεί στις προσταγές των πιο καθαγιασμένων σύγχρονων Ιερών Δέλτων ―όπως: απαγορεύεται το απαγορεύειν― η νεολαία των νέων μεσαίων τάξεων, δηλαδή εκείνη που κυρίως κατείχε το προσκήνιο (και που δεν το εγκατέλειψε καθώς μεγάλωνε στα χρόνια) ανακάλυψε μια ελευθερία, επιτέλους, στα μέτρα της: την ελευθερία να ξεκόβει κανείς ριζικά ―το λιγότερο, ν' αλλάζει συνειδητοποίηση για τα πράγματα― απ’ όλες τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η συγγένεια, η ένταξη και γενικά μια γλωσσική, ηθική ή πολιτιστική κληρονομιά. (...)

Σε αυτές τις ριζικά νέες συνθήκες, και στην βάση της αντίστοιχης μεταφυσικής της επιθυμίας και της ευτυχίας, η Κατανάλωση, που ως εκείνη τη στιγμή δεν ήταν παρά μια ιδιαίτερη στιγμή της ανθρώπινης δραστηριότητας, έγινε επιτέλους αυτό που είναι στις μέρες μας παντού: ένας καθ' ολοκληρίαν τρόπος ζωής ―η ιδεοληπτική και παθιασμένη αναζήτηση της αέναα αναστελλόμενης απόλαυσης του ελλείποντος Αντικειμένου―, διεκδικούμενος ως τέτοιος στην πράξη και δοξολογούμενος φαντασματικά σαν μια αντικουλτούρα χειραφέτησης. Τα Πάντα και Αμέσως! Πάρτε τις επιθυμίες σας για Πραγματικότητα! Απολαύστε χωρίς αναστολές, ζήστε χωρίς νεκρούς χρόνους! και χίλιες άλλες οιδιπόδειες χαζομάρες που ταχύτατα έγιναν το βασικό υλικό των στελεχών του εμπορικού μάρκετινγκ.

(...) Δηλαδή το ιδανικό θεμέλιο πάνω στο οποίο τα μεγάλα σαρκοβόρα της βιομηχανίας, των μίντια και του χρήματος, με την συνενοχή των διεθνών θεσμών τους (Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΑΣΑ, Οργανισμός Παγκοσμίου Εμπορίου, ΔΝΤ, κλπ) καθώς επίσης και τη συνενοχή, λιγότερο ή περισσότερο ενθουσιώδη, όλων των δυτικών πολιτικών τάξεων, ανέλαβαν να οικοδομήσουν, με όλη τους την πνευματική άνεση, μια σύνθετη κυβερνοκοινωνία, της οποίας το μόνο πρόταγμα είναι το παλαιό έμβλημα του λογιστή Γκουρναί (Gournay 1712-1759): Laisser faire, laisser passer.


Για την κυρίαρχη τάξη, λοιπόν, ο Μάης υπήρξε εκείνος ο μυθικός μήνας που τρέφει τους έντεκα ―και άλλους διακόσιους προοδευτικούς παρατρεχάμενους. Και ας μας έδωσε η εποχή εκείνη επαναστάτες του επιπέδου ενός Κον Μπεντίτ και μιας Μαρίας Δαμανάκη.

Καλό μας Ιούνιο, λοιπόν.

5 σχόλια:

Πέστα, Χρυσόστομε!


Πολύ ωραίο κείμενο!
Και το βιβλίο του Ζαν Κλωντ Μισεά πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρον.


"Και ας μας έδωσε η εποχή εκείνη επαναστάτες του επιπέδου ενός Κον Μπεντίτ και μιας Μαρίας Δαμανάκη. "

και ενός Ζουράρη και ενός Καραμπελιά...


και ενός Ζουράρη και ενός Καραμπελιά...

οι οποίοι είναι (με το) κατεστημένο και όχι παρακατιανοί σαν τον Κον Μπεντίτ ή τη Δαμανάκη


@J95

Ναι, η πορεία του Καραμπελιά αντιστοιχεί επακριβώς σε αυτή του Μπεντίτ και της Δαμανάκη. NOT!

(Pwned —με πέτυχες σε μια στιγμή ανώριμου επισχολιασμού).