Εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε...
Παλαιότερα είχα δημοσιέψει εδώ μια μετάφραση ενός κειμένου του Τσέστερτον, το οποίο αναφέρονταν στη σχέση Παγανισμού και Χριστιανισμού. Εκεί τονίζονταν κάτι τόσο απλό ώστε οι περισσότεροι το παραβλέπουν, ότι δηλαδή ο δεύτερος διαδέχθηκε τον πρώτο. Αναλύονταν επίσης, από φιλοσοφικής σκοπιάς, κάποιες από τις αιτίες της διαδοχής. Ένα απόσπασμα, για παράδειγμα, έλεγε:Ο αρχαίος παγανιστικός κόσμος βάδιζε σε απόλυτη ευθεία μέχρι που ανακάλυψε ότι το να βαδίζεις σε απόλυτη ευθεία είναι ένα τρομερό σφάλμα. Ήταν ένας κόσμος ευγενής και όμορφα ορθολογικός, ώσπου ανακάλυψε στα τελευταία του την διαρκή και χρήσιμη αλήθεια, κληρονομιά στους αιώνες, πως δηλαδή ο ορθολογισμός δεν αρκεί.
Η παγανιστική εποχή υπήρξε πραγματικά ένας χρυσός αιώνας ή μια Εδέμ, τουλάχιστον με την βασική έννοια ότι η επιστροφή σε αυτήν είναι αδύνατη. Και είναι αδύνατη με την έννοια ότι, παρόλο που είμαστε περισσότερο χαρούμενοι από τους παγανιστές και πολύ πιο δίκαιοι, δεν υπάρχει κανείς ανάμεσα μας που να μπορεί, όσο και αν προσπαθήσει, να είναι τόσο λογικός όσο οι παγανιστές. Η γυμνή αθωότητα της διάνοιας δεν μπορεί να ανακτηθεί από κανέναν ύστερα από τον Χριστιανισμό, και ο λόγος είναι πολύ απλά πως ο καθένας γνωρίζει, ύστερα από τον Χριστιανισμό, πως είναι παραπλανητική.
Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα, το πρώτο που μου έρχεται στο νου, αυτής της αδιανόητης, για εμάς πλέον, απλότητας της παγανιστικής οπτικής. Ο μεγαλύτερος ύμνος προς την Χριστιανοσύνη της εποχής μας είναι ο Οδυσσέας του Τένυσον. Ο ποιητής διαβλέπει στην ιστορία του Οδυσσέα την σύλληψη μιας αθεράπευτης επιθυμίας για περιπλάνηση. Ο πραγματικός Οδυσσέας όμως δεν επιθυμεί καθόλου την περιπλάνηση. Επιθυμεί να επιστρέψει στο σπίτι του. Παρουσιάζει τον ηρωικό και αδάμαστο χαρακτήρα του καθώς αντιστέκεται σε όλα τα εμπόδια που του κλείνουν το δρόμο, αλλά αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει εδώ αγάπη της περιπέτειας αυτής καθεαυτής: αυτή η αγάπη είναι προϊόν του Χριστιανισμού. Δεν υπάρχει εδώ αγάπη προς την Πηνελόπη αυτή καθαυτή: αυτή η αγάπη είναι επίσης προϊόν του Χριστιανισμού. Τα πάντα στον αρχαίο κόσμο παρουσιάζονται ως καθαρά και προφανή. Ένας καλός άνθρωπος ήταν ένας καλός άνθρωπος. Ένας κακός άνθρωπος ήταν ένας κακός άνθρωπος. Για τούτο και δεν είχαν έλεος, μια και το έλεος είναι ένας πλήρης σεβασμού αγνωστικισμός όσον αφορά στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής. Για τούτο και δεν είχαν τίποτα παρόμοιο στην τέχνη της μυθοπλασίας, το μυθιστόρημα: επειδή το μυθιστόρημα αποτελεί δημιούργημα της καινούργιας αυτής ιδέας, του ελέους. Για εκείνους ένα ευχάριστο τοπίο ήταν ευχάριστο και ένα δυσάρεστο τοπίο δυσάρεστο. Αυτός είναι ο λόγος όπου στερούνταν την ιδέα του ρομαντισμού, αφού ο ρομαντισμός έγκειται στο να θεωρείς κάτι περισσότερο ευχάριστο επειδή είναι επικίνδυνο: πρόκειται για μια Χριστιανική ιδέα. Εν συντομία, δεν μπορούμε να ανακατασκευάσουμε ή έστω να φανταστούμε τον όμορφο και εκπληκτικό παγανιστικό κόσμο. Ήταν ένας κόσμος στον οποίο η κοινή λογική υπήρξε πραγματικά κοινή.
Σε κάποιον που βλέπει τον Χριστιανισμό σαν μια μορφή σκοταδισμού που έπεσε πάνω στην πλήρη απαντήσεων αρχαία σκέψη, όλα τούτα μοιάζουν παράδοξα, εξωγήινα. Η ιστορία της φιλοσοφίας και της τέχνης μας διαβεβαιώνει πως κάθε άλλο παρα παράδοξα είναι. Στον αντίποδα του στοχασμού πάνω στο νόημα της ιστορίας, η απλοϊκή σκέψη (είτε αυτή είναι αμερικάνικη, είτε αμερικανοθρεμένη, είτε δαυλοϊκή, είτε της αριστεράς και της προόδου) συνίσταται ακριβώς στην άρνηση αυτού του απλού γεγονότος, ότι δηλαδή:
Ο αρχαίος παγανιστικός κόσμος βάδιζε σε απόλυτη ευθεία μέχρι που ανακάλυψε ότι το να βαδίζεις σε απόλυτη ευθεία είναι ένα τρομερό σφάλμα. Ήταν ένας κόσμος ευγενής και όμορφα ορθολογικός, ώσπου ανακάλυψε στα τελευταία του την διαρκή και χρήσιμη αλήθεια, κληρονομιά στους αιώνες, πως δηλαδή ο ορθολογισμός δεν αρκεί.
Για να ξεδιαλύνω λίγο το υποτιθέμενο μυστήριο γύρω από αυτά τα λόγια, θα δώσω ένα δεύτερο παράδειγμα της ίδιας διαδικασίας. Όπως έγραψε και ο Χέγκελ, "Η ιστορία επαναλαμβάνεται" [1]. Το δεύτερο αυτό παράδειγμα έχει το πλεονέκτημα ότι δεν αναφέρεται στην ντόπια ιστορία της σκέψης, επομένως θα είναι πιο οικείο στους καταφρονητές της χριστιανικής μεταστροφής του ελληνορωμαϊκού κόσμου, οι οποίοι παίζουν βέβαια την Ευρωπαϊκή σκέψη στα δάκτυλα και οικτίρουν τους επαρχιώτες συμπατριώτες τους.
Ο κόσμος λοιπόν ξέχασε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και πέρασε στον χριστιανισμό. Δεν ξέχασε αναγκαστικά την αρχαία ελληνική σκέψη αυτή καθεαυτή: ως υλικό δηλαδή. Άφησε όμως πίσω του την αρχαία ελληνική ματιά. Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ξεχωρίσουμε αυτά τα δυο: την ελληνική σκέψη και την ελληνική ματιά (δηλαδή τις προυποθέσεις αυτής της σκέψης [2]).
Όπως και να έχει, ο κόσμος ξέχασε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και πέρασε στον χριστιανισμό. Πέρασαν αιώνες. Πολλοί. Κάποια στιγμή, ο δυτικός κόσμος ανακάλυψε ξανά την μη διαμεσολαβημένη από το χριστιανισμό (όπως στην Ανατολή) ελληνική σκέψη. Στράφηκε στην μελέτη των πρωτοτύπων κειμένων. Δημιούργησε αυτό που ονομάστηκε αναγέννηση και προχώρησε σε αυτό που αποκάλεσαν Διαφωτισμό.
Ορίστε λοιπόν: μια επανάκαμψη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, υπό σύγχρονους όρους. Πήρε διάφορες μορφές και ονόματα: Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Ορθολογισμός. Το όραμα λοιπόν των προοδευτικών φίλων μας επληρώθη. Τέλος καλό όλα καλά; Τι έγινε εν συνεχεία;
Απλά, ο πνευματικός κόσμος (έπαν-)ανακάλυψε ότι:
το να βαδίζεις σε απόλυτη ευθεία είναι ένα τρομερό σφάλμα (...) πως δηλαδή ο ορθολογισμός δεν αρκεί.
Έτσι εγγενήθη, πλήρης χριστιανικού (και αντιχριστιανικού, δηλαδή και πάλι καθορισμένου από το χριστιανισμό αλλά από την ανάποδη) πνεύματος η αντίσταση. Στην σκέψη, στην τέχνη και στην πολιτική ακόμα, πήρε πολλά και διάφορα ονόματα, με πλέον κυρίαρχο το: ρομαντισμός. Πήρε επίσης πολλές μορφές. Απέναντι στην ορθολογική τέχνη της αναγέννησης με τη μίμηση των ελληνορωμαϊκών προτύπων στάθηκε η βαθιά, ψυχολογική, σκοτεινή, υπαρξιακή τέχνη των ρομαντικών. Απέναντι στη μορφή και τον χαζοχαρούμενο οπτιμισμό του θριάμβου του Ορθού Λόγου στάθηκε η συνείδηση της ανθρώπινης φύσης και των ορίων της (ήτοι, η συνείδηση της πτωτικής φύσεως). Η διαφωτιστική φιλοσοφία έδωσε την θέση τους στον υπαρξισμό στις διάφορες μορφές του. Ακόμα και στη γνωσιολογία, ο θετικισμός, το τελευταίο καταφύγιο της απλοϊκής ματιάς του διαφωτισμού, δέχθηκε θανάσιμα πλήγματα: σχετικότητα, κβαντική φυσική, Godel, Turing. Στο τέλος, ένα τέλος απογυμνωμένο, απέναντι στο Άουσβιτς [3], την Δρέσδη και τη Χιροσίμα του τεχνικό-ορθολογικού πολιτισμού ήρθε η οδυνηρή αυτογνωσία, η αποκάλυψη της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού [4].
Η ιστορία της νεοτερικής σκέψης είναι ακριβώς η ιστορία της συνειδητοποίησης της ανεπάρκειας του ιδεώδους του ορθολογισμού, δηλαδή της αδυνατότητας αναβίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος χωρίς να πέσουμε στα ίδια αδιέξοδα με τους αρχαίους έλληνες. Όπως λέει ο λαός, "Εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε".
--
[1] Ήταν ο Μαρξ που, αναφερόμενος στο ανιψάκι του Ναπολέοντα, στο βιβλίο του "Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη", πρόσθεσε "Την πρώτη φορά ως τραγωδία, την δεύτερη ως φάρσα"
[2] Πρόκειται για τις ψυχολογικές / συναισθηματικές / κοινωνικές προυποθέσεις της αρχαιοελληνικής ματιάς (με την έννοια που ο Χρόνος και ο Χώρος είναι στον Καντ προυποθέσεις της σκέψης γενικά).
[3] Το οποίον, ειρήσθω εν παρόδω, ξεκίνησε ακριβέστατα σαν αναβίωση της ελληνορωμαϊκής καθαρμένης από το χριστιανισμό σκέψης, πράγμα που μπορεί να δεί κανείς στους ναζί, τόσο στις παγανιστικές τους ρίζες (και τις θρησκευτικές τους τοιούτες προτιμήσεις) όσο και στην τέχνη τους, με αποκορύφωμα την αρχιτεκτονική τους.
[4] Αντόρνο-Χόρκχάιμερ.
1 σχόλια:
Κανένας δεν θεωρεί ότι η αρχαία σκέψη είχε όλες τις απαντήσεις, ούτε ότι το σύχγρονο θετικιστικό μοντέλο έχει κάτι ανάλογο, είδικά σε ότι αφορά τις υπαρξιακές μας αγωνίες( και τις πολλές φορές παράλογες και βίαιες μεταθέσεις που αυτές υφίστανται στο υποσεινήδητό μας), για τις οποίες η πίστη και η ελπίδα είναι όντως ένα καλό shortcut -για όποιον βέβαια έχει την ευτυχία να μπορεί να πιστέψει και να ελπίσει.
Εσύ αποσπάς από την κοινωνία που αναπτύχθηκε στη βάση του ορθολογικού παραδείγματος και εντάσεις αυθαίρετα στο domain του χριστιανισμού πλευρές και εκδηλώσεις της, όπως ο ρομαντισμός ή η διατύπωση του θεωρήματος του Γκαίντελ που δεν υπήρξαν -ούτε θα μπορούσαν να υπάρξουν- σε μια θεοκρατική κοινωνία.
Επί πλέον παίρνεις at face value τα χριστιανικά κηρύγματα-παρ' όλο που ξέρεις σε τι μεταφράστηκε η αγάπη και το έλεος ιστορικά- και τα συγκρίνεις με τις τραγωδίες που συνέβησαν μετά το διαφωτισμό.
Είναι πολύ εύκολο να αντιτείνω ότι δεν φταίει το ορθολογικό μοντέλο, αλλά ότι δεν μπόρεσε να γίνει πράξη επειδή υπερτερεί ακόμα μέσα μας το παράλογο.
Δεν θα πω αυτό όμως.Απλώς θα πώ ότι η περιοδολόγηση προ χριστιανισμού και μετά είναι αυθαίρετη .Η αντίθεση του λόγου με το "κτήνος μέσα μας" υπήρχε και πριν , υπάρχει και τωρα και θα υπάρχει και στο μέλλον γιατί είναι συνυφασμένη με την επίγνωση της θνητότητας, την αρχή της ηδονής και της οδύνης , τη sorge και ότι άλλο είπαν οι φιλοσοφούντες περί τα υπαρξιακά.
Όλα όσα περιγράφεις μπορούν κάλλιστα να ειδωθούν σαν αντιθέσεις μέσα σε ένα ενιαίο παράδειγμα (συνέπεια της μοιραία ελλειπούς κατανόησης του κόσμου, και της συνείδησης της θνητότητας που λέγαμε) από καταβολής ανθρώπου, χωρίς να υιοθετήσουμε σχηματικά δίπολα και τεχνητές περιοδολογήσεις.