Χριστουγεννιάτικο
Ο Σάντας
Το 1931 η κοκακόλα σχεδίασε αυτόν τόν αϊ Νίκλας που εμείς τόν λέμε αϊ Βασίλη. Τι ναι ο Αϊ Βασίλης; ρωτάνε ενα παιδάκι. "Ενας με κόκκινα πού φέρνει δώρα καί κάνει χο χο χο..."
Η κοκακόλα. Κατανάλωσι ένα δισεκατομμυριάκι μπουκάλια τήν ημέρα. Κι έχει και δικό της αγιο.
Απαράβατη αρχή. Ποτέ δεν πίνουμε κοκακόλα. Την απαγορεύουμε στα παιδιά μας. Απαγορεύουμε τον κοκακολάτο Αϊ Βασίλη πού ναι ο Αϊ Νικόλας. Απαγορεύουμε τα δώρα της πρωτοχρονιάς, - μπαμπάααα θέλω νιντέεντοοοο - την γιορτινή κατανάλωσι.
Δεν πηγαίνουμε βόλτα στα μαγαζιά - να καταλάβουν τα παιδιά τις γιορτές!!! - όπως δεν θα τα πηγαίναμε βόλτα στο νεκροταφείο.
Δώρα; Ασφαλώς. Είναι υπέροχα τα δώρα. Βόλτες στήν φύσι, οικογενειακή θαλπωρή, λόγια αγάπης, ξεχωριστά φαγητά που τα ετοιμάζουμε όλοι μαζύ - όχι δυτικές αηδίες, κοτόπουλα με μπέικον και τα παρόμοια - βιβλία - Παπαδιαμάντης πάντα και αιωνίως - η μαμά χαρίζει τις όμορφες κάλτσες πού πλεξε - και η τηλεόρασι στα σκουπίδια. Και το ραδιόφωνο.Α. Φαρμάκης
Οι ουρές στα ταμεία
Χρειαζόμαστε όλο και περισσότερα χρήματα για ν' αποκτήσουμε όλο και λιγότερα αγαθά. Και χρειαζόμαστε όλο και πιο ισχυρά αγχολυτικά για να κατευνάσουμε όλο και πιο χαμηλές τιμές άγχους. Τέλος, πριν από δέκα περίπου χρόνια είχα προβλέψει πως, στο εξής, θα φροντίζουμε για μιαν όλο και πιο ευδιάκριτη, όλο και πιο παράλογη επίσπευση της χριστουγεννιάτικης φαντασμαγορίας (όντως, τα δέντρα βγαίνουν τώρα στις βιτρίνες από τα μέσα Νοεμβρίου· χριστουγεννιάτικες ταινίες εμφανίζονται στην τηλεόραση από τις 20 του Οκτώβρη...) για να φέρουμε, τάχα, πλησιέστερα ένα γεγονός που η αλήθεια του καταντάει όλο και πιο μακρινή. (...)
Τα κόκκινα γυναικεία εσώρουχα με τη φιγούρα του Ai-Βασίλη τράβηξαν την προσοχή ενός παρουσιαστή της ιδιωτικής τηλεόρασης λες και επρόκειτο για κανένα σκάνδαλο. Απεναντίας, η μαραμένη αυτή χειρονομία εκκοσμίκευσης εικονογραφεί τον κανόνα. Ασημένια βροχή και χιονοθύελλα δωροεπιταγών, κουδουνάκια σε έλκηθρα φορτωμένα με φωτομοντέλα τρίτης κατηγορίας, ιέρειες του lifestyle με φτερά αγγέλων και το ουράνιο θρόισμα των ταμειακών μηχανών των καταστημάτων της οδού Σταδίου, όλ' αυτά έχουν προσλάβει έναν χαρακτήρα όχι απλώς ρωμαϊκό, όπως θα νόμιζε κάποιος αισιόδοξος, αλλά νεκρικό - ένα ύφος ολοκληρωτικά πένθιμο. Η κατήφεια στην ατμόσφαιρα προέρχεται ακριβώς από τη σβέση, την απαλοιφή των ορίων (που είναι πάντοτε τα όρια μεταξύ ιερού και χυδαίου). Ο θάνατος λοιπόν είναι ψυχικός: μυσταγωγία και ξεπούλημα γίνονται συνώνυμα, πορνογραφία και λόγος περί αγάπης συγχωνεύονται μπροστά στη φάτνη με τα ομοιώματα.
Αυτό, σίγουρα, δεν είναι άσχετο με την κατάθλιψη που πυροδοτούν τα Χριστούγεννα στον πυρήνα του ετοιμόρροπου ψυχισμού της λεγόμενης καταναλωτικής κοινωνίας. Μια φορά κι έναν καιρό, είχα την τάση να ερμηνεύω αυτό το συγκεκριμένο σύνδρομο με τη διακύμανση της θλίψης που απέρρεε απ' τις χαμένες ελπίδες: η θλίψη πήγαζε απ' τη ματαίωση, ιδίως των παιδιών αλλά και των ενήλικων, που παρέμεναν ως επί το πλείστον ανώριμοι. (...)
Εν ολίγοις, οι άνθρωποι υποβάλλονταν κάποτε στην ιδέα ενός θαύματος που θα συνέβαινε, λέει, κατά παραγγελίαν, τα Χριστούγεννα και που ακυρωνόταν στο παρά πέντε. Είχαν πιστέψει σε μιαν αλλαγή που θα τη σηματοδοτούσαν τα δώρα και τα χαμόγελα, σε κάποια μυστική υπόσχεση απ' τα παιδικά τους χρόνια η οποία θα πραγματοποιείτο επιτέλους μέσα σε ζεστά, φωτεινά, φιλόξενα, ασφαλή σπίτια, με τη βροχή να χτυπάει τα τζάμια και τις αμέτρητες μίζερες και αδιέξοδες αγωνίες να διαλύονται από τη θέρμη μιας αφυπνισμένης ανταποδοτικότητας και καλοσύνης που είχε λησμονηθεί και που θα επανερχόταν μυστηριωδώς στο προσκήνιο μαζί με τους τάρανδους. Όμως καθώς η προσδοκία δεχόταν τη διάψευση, δεν απέμεναν παρά τα συντρίμμια και ενδεχομένως ένα υπόλειμμα θυμού, ενός θυμού που το πλέγμα των θετικών προσποιήσεων υποχρέωνε να αποσιωπάται και να λιμνάζει. Μπορούσες να μυρίσεις την κακοκεφιά στον αέρα και, τη νύχτα, τα φώτα, στους έρημους δρόμους, ποτέ δεν έφεγγαν με τρόπο περισσότερο μελαγχολικό. Τα εμβλήματα της ευτυχίας, την ώρα που κανένας δεν ήταν ευτυχής απ' την αυθεντικότητα της ύπαρξής του, έμοιαζαν με αλλόκοτα ενθύμια ενός κόσμου που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Η αγανάκτηση καιροφυλακτούσε.
Τώρα, η παραδοξότητα αυτή απαιτεί μια προσέγγιση όχι και τόσο αυτονόητη -δεν πρόκειται πλέον για θλίψη αλλά για κατάθλιψη. Διότι οι άνθρωποι δεν συναισθάνονται καν το ηθικό κόστος της στέρησης εκείνου που τους έταξαν και επομένως η λύπη τους παγώνει με τη σειρά της και μετατρέπεται σε αδιαφορία, συν ένα είδος λοξής, δύσθυμης επιθετικότητας όλων προς όλους. Η κατάθλιψη των Χριστουγέννων είναι μια μη συνειδητοποιημένη διαμαρτυρία για το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πια γιορτές -παραιτηθήκαμε απ' τη δυνατότητα να γιορτάζουμε άπαξ και πάψαμε να πενθούμε. (...)
Μ' άλλα λόγια, η ζοφερή πρωτοτυπία της δικής μας θυσίας είναι να προσχωρούμε, σαν υπνοβάτες, στην αγέλη των καταναλωτών, των οποίων το έσχατο θρησκευτικό δόγμα είναι ο αυτοματισμός, δηλαδή η απορρόφηση της σκέψης απ' τη συμπεριφορά.
Εδώ εντάσσεται άλλωστε η πανικόβλητη διακίνηση αντικειμένων, αρπαγή, σπατάλη, αντιπαροχή και ανακύκλωση, κινήσεις αμιγώς τελετουργικές και δίχως γλυκύτητα, δίχως την οδυνηρή αλλά ελευθερωτική διείσδυση του ενός βλέμματος στη θέρμη του άλλου, δίχως τη χάρη που επιφύλασσε ο έμμεσος, διαμεσολαβητικός ρόλος του αντικειμένου, το οποίο είναι πλέον ο κυρίαρχος του παιγνιδιού και σήμα κατατεθέν της περιπέτειάς μας εν γένει. Τα δώρα των Μάγων παραχωρούνται με 39 άτοκες δόσεις. Μαγεία και απόσβεση χρέους συγκλίνουν σ' αυτό τον μοναδικό στόχο: η μοντέρνα μαγεία ανήκει στους αριθμούς αποκλειστικά, είναι η ίδια εκείνη στρατηγική που εξωραΐζει τα νομικά ψεγάδια της φορολογικής δήλωσης. Κορυφαία στιγμή της οικονομίας, τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία να αποκτήσεις δωρεάν αυτό που έπαψε να αποτελεί δώρο.Ε. Αρανίτσης